ΔΕ. Δ. Κακό που μας βρήκε! πού θα μας βγάλει το πιοτί σου!
ΠΡ. Δ. Σε καλό· μόνο φέρ᾽ το. (Ο Δεύτ. Δούλος μπαίνει στο σπίτι.) Εγώ θα ξαπλώσω. Γιατί, έτσι και γεμίσω το κεφάλι, θα πασπαλίσω με τα δυο μου χέρια όλα εδώ έναν γύρο (δείχνει το έδαφος της ορχήστρας) [100] με σκεψούλες και γνωμούλες κι εμπνευσούλες.
ΔΕ. Δ. (Επιστρέφει κρατώντας ένα κανάτι με κρασί κι ένα ποτήρι). Τύχη μια φορά, που δεν μ᾽ έπιασαν μέσα να κλέβω κρασί!
ΠΡ. Δ. Γιά πες μου, τί κάνει ο Παφλαγόνας;
ΔΕ. Δ. Ο γρουσούζης ροκάνισε γαλέτες που τις βούτηξε από τις κατασχέσεις και τώρα τύφλα στο μεθύσι ροχαλίζει ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στα δέρματά του.
ΠΡ. Δ. Τότε μπρος, χύσε μες στην κούπα μου μπόλικο, να κάνουμε σπονδή.
ΔΕ. Δ. Νά, πάρε και κάνε σπονδή στον Αγαθοδαίμονα.
ΠΡ. Δ. Κατέβασ᾽ την μονορούφι, κατέβασ᾽ την τη σπονδή του Πραμνιώτη θεού. (Αδειάζει το ποτήρι μονορούφι). Αγαθοδαίμονά μου, δική σου είναι αυτή η σκέψη, όχι δική μου.
ΔΕ. Δ. Για όνομα του θεού, πες μου τί συμβαίνει.
ΠΡ. Δ. Στα γρήγορα, [110] μπες μέσα, κλέψε και φέρε μου τους χρησμούς του Παφλαγόνα, όσο κοιμάται.
ΔΕ. Δ. Έγινε. Μόνο που τρέμω μήπως ο δαίμονάς σου μου βγει κακοδαίμονας. (Ξαναμπαίνει στο σπίτι, αφήνοντας μόνον με το κρασί τον Πρώτο Δούλο).
ΠΡ. Δ. Για να δούμε, ας κεράσω μόνος μου την αφεντιά μου φέρνοντας στα χείλια την κανάτα, για ν᾽ αρδέψω το μυαλό μου και να πω καμιά έξυπνη ιδέα.
ΔΕ. Δ. (Μπαίνει τρεχάτος κρατώντας τον κύλινδρο με τις προφητείες που έκλεψε). Πω πω, πορδή και ροχαλητό που αμολά ο Παφλαγόνας! κι έτσι χωρίς να με πάρει μυρουδιά τού πήρα τον ιερό χρησμό που τον φύλαγε σαν τα μάτια του.
ΠΡ. Δ. Γεια σου, τετραπέρατε! Φέρ᾽ τον εδώ να τον διαβάσω. Και βάλε μου να πιω, κάνε γρήγορα. Γιά να δούμε, τί να ᾽ναι άραγε γραμμένο εδώ μέσα; [120] Ολαλά, προφητείες! Δώσ᾽ μου, δώσ᾽ μου το ποτήρι αμέσως.
ΔΕ. Δ. Ορίστε. Τί λέει ο χρησμός;
ΠΡ. Δ. Κι άλλο ποτήρι κρασί! (Το ρουφά).
ΔΕ. Δ. Ο χρησμός το γράφει «κι άλλο ποτήρι κρασί;»
ΠΡ. Δ. Βάκη μου, μεγάλε μου προφήτη!
ΔΕ. Δ. Τί τρέχει;
ΠΡ. Δ. Δώσ᾽ μου γρήγορα το ποτήρι.
ΔΕ. Δ. Σαν πολύ ο Βάκης να δούλευε το ποτήρι.
ΠΡ. Δ. Βρομιάρη Παφλαγόνα, γι᾽ αυτόν τον λόγο λοιπόν από παλιά έπαιρνες τα μέτρα σου; γιατί έτρεμες τον χρησμό που μιλούσε για την αφεντιά σου.
ΔΕ. Δ. Και ποιός ο λόγος;
ΠΡ. Δ. Εδώ μέσα είναι γραμμένο με ποιό τρόπο θα γκρεμιστεί.
ΔΕ. Δ. Με ποιό τρόπο λοιπόν;
ΠΡ. Δ. Με ποιό τρόπο; Ξεκάθαρα το λέει ο χρησμός, ότι πρώτος κάνει την εμφάνισή του ένας στουπιοπουλητής· [130] στην αρχή αυτός θα πάρει στα χέρια του την εξουσία της πόλης.
ΔΕ. Δ. Έχουμε και λέμε· ένας πουλητής ετούτος. Από δω και πέρα; Μίλα.
ΠΡ. Δ. Αμέσως ύστερ᾽ απ᾽ αυτόν εμφανίζεται δεύτερος ένας προβατοπουλητής.
ΠΡ. Δ. Έχουμε και λέμε· δυο πουλητάδες ετούτοι. Και ποιά τύχη θα έχει αυτός;
ΠΡ. Δ. Να κυβερνά, ώσπου να κάνει την εμφάνισή του ένα μούτρο πιο πρόστυχο απ᾽ αυτόν — και τότε σβήνει κι αυτός. Γιατί τον διαδέχεται ο δερματοπουλητής ο Παφλαγόνας, αρπαδόρος, φωνακλάς — η φωνάρα του ίδια με τον Κυκλόβορο, το ξεροπόταμο.
ΔΕ. Δ. Μπήκα· ήταν γραμμένο ο προβατοπουλητής να γκρεμιστεί απ᾽τον δερματοπουλητή.
ΠΡ. Δ. Όπως τα λες, μά τον Δία.
ΔΕ. Δ. Αλίμονό μου, ο καψερός! [140] Πούθε να βρούμε άλλον έναν πουλητή — ας ήταν κι έναν μόνο!
ΠΡ. Δ. (Διαβάζει τις προφητείες). Βλέπω ακόμα έναν, τέχνη που την έχει μάνα μου!
ΔΕ. Δ. Πες μου, σ᾽ εξορκίζω, ποιός είν᾽ αυτός;
ΠΡ. Δ. Να το πω;
ΔΕ. Δ. Πες το, μά τον Δία.
ΠΡ. Δ. Σαλαμοπουλητής — αυτός θα σβήσει από τον χάρτη τον δικό σου.
ΔΕ. Δ. Σαλαμοπουλητής; Ποσειδώνα μου, επάγγελμα να σου τύχει! Έλα τώρα, πού να ψάξουμε να βρούμε αυτόν τον κύριο;
ΠΡ. Δ. Να ψάξουμε να τον βρούμε! Αλλά νά τος, έρχεται προς τα δω για να πάει στην αγορά, λες και μας τον στέλνει κάποιος θεός. Ε, τυχερέ γαρδουμποπουλητή, έλα δω, έλα δω, πρώτε μου φίλε, ανέβα, μια και φάνηκες σωτήρας της πόλης και δικός μας.
|