ΜΗ. Γύλλη, τ᾽ άσπρα μαλλιά μωραίνουνε
τον άνθρωπο. Στ᾽ ορκίζομαι στο γυρισμό του Μάνδρη
και στην καλή τη Δήμητρα, πως τα λόγια αυτά απ᾽ άλληνε
70δε θα τ᾽ άκουγα έτσι ήσυχα, και θα την έκανα εγώ
να κουτσαίνει σαν το κουτσό τροπάρι της, κι όταν βλέπει
το κατώφλι της πόρτας μου ν᾽ αλλάζει δρόμο.
Κι εσύ, κυρία μου, μην ξανάρθεις να με βρεις,
αν έχεις να πεις πάλι τέτοια παραμύθια· κι αυτά
75που πρέπει οι γριές να λένε στις νέες, αυτά να λες·
τη Μητρίχη του Πυθέα άσ᾽ τηνε να ζεσταίνει
την καρέκλα· το Μάνδρη εγώ δεν τον ρεζιλεύω.
— Της Γύλλης, όμως, της τα λες, δεν της τα λες,
το ίδιο κάνει. Θράσσα, ξεσκόνισε τη μαύρη κούπα,
80και βάλε απ᾽ το δυνατό κρασί, ρίξε
λίγο νερό, και δώσ᾽ της να πιει όσο θέλει.
Ρούφα το, Γύλλη. ΓΥ. Γιά δώσ᾽ το δω· να το πιω και να φύγω·
δεν ήρθα να σε πείσω, ήρθα που ᾽ναι γιορτή.
ΜΗ. Βέεεβαια, για τη γιορτή ήρθες, Γύλλη μου…
85ΓΥ. Τέτοιο κρασί παιδάκι μου, κάθε χρονιά να κάνεις·
γλυκό που είναι, Μητρίχη· μά τη Δήμητρα,
δεν έχω πιει ποτέ μου πιο γλυκό.
Ό,τι ποθείς, κορίτσι μου· και να φυλάγεσαι.
Όσο για μένα, ας είναι καλά η Μυρτάλη κι η Σίμη,
90κι ας βαστήξουνε τα νιάτα τους, όσο ζει η θεια-Γύλλη.
|