Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (1.59-1.87)


ἔχει δ᾽ ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον [στρ. γ]
60μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον, ἀθανάτους ὅτι κλέψαις
ἁλίκεσσι συμπόταις
νέκταρ ἀμβροσίαν τε
δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον
θέν νιν. εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί
λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει.
65τοὔνεκα {οἱ} προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί πάλιν
μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος.
πρὸς εὐάνθεμον δ᾽ ὅτε φυάν
λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον,
ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον

70Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν [ἀντ. γ]
σχεθέμεν. ἐγγὺς {δ᾽} ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς οἶος ἐν ὄρφνᾳ
ἄπυεν βαρύκτυπον
Εὐτρίαιναν· ὁ δ᾽ αὐτῷ
πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη.
75τῷ μὲν εἶπε· «Φίλια δῶρα Κυπρίας
ἄγ᾽ εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν
τέλλεται, πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον,
ἐμὲ δ᾽ ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων
ἐς Ἆλιν, κράτει δὲ πέλασον.
ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ᾽ ἄνδρας ὀλέσαις
80μναστῆρας ἀναβάλλεται γάμον

θυγατρός. ὁ μέγας δὲ κίν- [ἐπῳδ. γ]
δυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει.
θανεῖν δ᾽ οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον
γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν,
ἁπάντων καλῶν ἄμμορος; ἀλλ᾽ ἐμοὶ
μὲν οὗτος ἄεθλος
85ὑποκείσεται· τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι.»
ὣς ἔννεπεν· οὐδ᾽ ἀκράντοις ἐφάψατο
86bἔπεσι. τὸν μὲν ἀγάλλων θεός
ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτεροῖ-
σίν τ᾽ ἀκάμαντας ἵππους.


Ο βίος του είναι αβίωτος μέσα σ᾽ αιώνιους μόχθους, [στρ. γ]
60κοντά στα τρία βάσανα το τέταρτο δικό του, γιατί απ᾽ τους θεούς
έκλεψε κι έδωσε στους συνομηλίκους συμπότες
νέκταρ και αμβροσία,
αυτά που τον είχαν κάνει αθάνατο.
Θνητός που ελπίζει κάποιο έργο του
απ᾽ τον θεό να κρύψει κάνει μεγάλο λάθος.
65Για τούτο πίσω στείλανε οι αθάνατοι το γιο του
στο γοργοθάνατο να πάει το γένος των ανθρώπων.
Κι όταν επάνω στ᾽ όμορφο της ηλικίας το άνθος
φύτρωσε στο πηγούνι του μαυριδερό το χνούδι,
έγνοια στο νου του έβαλε να κάμει γάμο που βρέθηκε μπροστά του·

70θέλησε απ᾽ τον πατέρα της, τον βασιλιά της Πίσας, [αντ. γ]
την ξακουστή Ιπποδάμεια
γυναίκα του να πάρει. Τότε μονάχος
μέσα στη νύχτα κατέβηκε στην αφρισμένη ακρογιαλιά
και τον βαρύχτυπο έκραξε
τον Ποσειδώνα που την ωραία τρίαινα κρατάει. Αυτός
στα πόδια του μπροστά σχεδόν εφάνη,
75και τότε του είπε: «Αν τα γλυκά της Κύπριδος τα δώρα
έχουνε κάποια χάρη, Ποσειδώνα,
σταμάτησε τη χάλκινη λόγχη του Οινομάου
και πάνω στο πιο γοργό σου άρμα στείλε με
στην Ήλιδα κι οδήγα με στη νίκη,
γιατί ως τώρα δεκατρείς ξολόθρεψε
80μνηστήρες κι όλο το γάμο αναβάλλει

της θυγατέρας του. Τον άνανδρο μεγάλος κίνδυνος [επωδ. γ]
ποτέ δεν συντυχαίνει.
Μια και κανείς πεθαίνει που πεθαίνει, γιατί μες στο σκοτάδι
καθισμένος να σιγοβράζει ανώφελα γεράματα
απ᾽ όλα τ᾽ αγαθά αποστερημένος; Σίγουρα εγώ τον άθλο αυτόν
85θα τον επιχειρήσω, και δώσ᾽ μου εσύ τη νίκη που ποθώ».
Έτσι είπε και τα λόγια του δεν πήγαν στα χαμένα.
Και τότε ο θεός, για να βγει τιμημένος, 86β
του ᾽δωκε άρμα χρυσό με φτερωτά κι ακαταπόνητα άτια.


Και την αλύτρωτη έχει αυτή ζωή [στρ. γ]
παντοτινά, μυριοτυραγνισμένη
60μ᾽ αυτό και μ᾽ άλλα τρία παιδέματα,
γιατ᾽ έκλεψε από τους αθάνατους
κι έδωσε σ᾽ ομοτράπεζους συντρόφους του
το νέχταρ και την αμβροσία,
που αθάνατο μ᾽ αυτά τον έκαμαν·
μα όποιος ελπίζει πως κρυφό από το θεό
θα μείνει ό,τι να κάμει, βγαίνει γελασμένος·
65γι᾽ αυτό του στείλανε και οι αθάνατοι
πίσω το γιο του, ανάμεσα ξανά
στους άλλους τους λιγόζωους τους ανθρώπους.
Κι αυτός, όταν κοντά στα ολόανθα νιάτα του
το πρώτο χνούδι μαύριζε στα μάγουλά του,
γάμο έτοιμο στο νου του αναμελέτησε:

70Απ᾽ τον Πισάτη τον πατέρα της [αντ. γ]
την ξακουστή Ιπποδάμεια να κερδίσει.
Κι ήρθε στην αφροκύματη κοντά τη θάλασσα
μονάχος, μες στη σκοτεινιά της νύχτας
κι έκραζε το βαρύχτυπο το Λαμπροτρίαινο·
κι αυτός στα πόδια μπρος τού φανερώθηκε
75κι εκείνος του ᾽πε: «Έλα, κι αν έχουνε
καμιά για σένα χάρη, Ποσειδώνα,
τα δώρα τ᾽ ακριβά της Κύπριδας,
στόμωσε το κοντάρι του Οινομάου το χάλκινο
και μένα με το γρηγορότερο άρμα σου
πήγαινέ με στην Ήλιδα
και ρίξε με στην αγκαλιά της νίκης·
γιατί δεκατρείς ήρωες μνηστήρες σκότωσε
80ως τώρα κι όλο αναβάλλει το γάμο

της κόρης του· μα ο μέγας κίντυνος [επωδ. γ]
δεν πιάνει τους δειλόκαρδους τους άντρες.
Αφού έτσι κι έτσι ανάγκη να πεθάνομε,
γιατί να κάθεται κανείς στη σκοτεινιά
κι άδικα τ᾽ άδοξά του γηρατειά να βράζει
ξένος απ᾽ όλα τα καλά;
Μα εγώ θα πάρω απάνω μου τον άθλο αυτό
85και συ πια δίνε καλά τέλη».
Έτσ᾽ είπε, ουδέ τον άγγιξε
μ᾽ άκαρπα λόγια· και για να τον δοξάσει
του ᾽δωκε δίφρον ο θεός χρυσό
κι ακαταπόνετα γοργόφτερ᾽ άτια