Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Ἔργα καὶ Ἡμέραι (47-82)


ἀλλὰ Ζεὺς ἔκρυψε, χολωσάμενος φρεσὶ ᾗσιν,
ὅττι μιν ἐξαπάτησε Προμηθεὺς ἀγκυλομήτης·
τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἀνθρώποισιν ἐμήσατο κήδεα λυγρά,
50 κρύψε δὲ πῦρ· τὸ μὲν αὖτις ἐὺς πάις Ἰαπετοῖο
ἔκλεψ᾽ ἀνθρώποισι Διὸς παρὰ μητιόεντος
ἐν κοίλῳ νάρθηκι, λαθὼν Δία τερπικέραυνον.
τὸν δὲ χολωσάμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«Ἰαπετιονίδη, πάντων πέρι μήδεα εἰδώς,
55 χαίρεις πῦρ κλέψας καὶ ἐμὰς φρένας ἠπεροπεύσας,
σοί τ᾽ αὐτῷ μέγα πῆμα καὶ ἀνδράσιν ἐσσομένοισιν.
τοῖς δ᾽ ἐγὼ ἀντὶ πυρὸς δώσω κακόν, ᾧ κεν ἅπαντες
τέρπωνται κατὰ θυμὸν ἑὸν κακὸν ἀμφαγαπῶντες.»
Ὣς ἔφατ᾽, ἐκ δ᾽ ἐγέλασσε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
60 Ἥφαιστον δ᾽ ἐκέλευσε περικλυτὸν ὅττι τάχιστα
γαῖαν ὕδει φύρειν, ἐν δ᾽ ἀνθρώπου θέμεν αὐδὴν
καὶ σθένος, ἀθανάτῃς δὲ θεῇς εἰς ὦπα ἐίσκειν
παρθενικῆς καλὸν εἶδος ἐπήρατον· αὐτὰρ Ἀθήνην
ἔργα διδασκῆσαι, πολυδαίδαλον ἱστὸν ὑφαίνειν·
65 καὶ χάριν ἀμφιχέαι κεφαλῇ χρυσῆν Ἀφροδίτην
καὶ πόθον ἀργαλέον καὶ γυιοβόρους μελεδώνας·
ἐν δὲ θέμεν κύνεόν τε νόον καὶ ἐπίκλοπον ἦθος
Ἑρμείην ἤνωγε διάκτορον Ἀργειφόντην.
Ὣς ἔφαθ᾽, οἳ δ᾽ ἐπίθοντο Διὶ Κρονίωνι ἄνακτι.
70 αὐτίκα δ᾽ ἐκ γαίης πλάσσε κλυτὸς Ἀμφιγυήεις
παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον Κρονίδεω διὰ βουλάς·
ζῶσε δὲ καὶ κόσμησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
ἀμφὶ δέ οἱ Χάριτές τε θεαὶ καὶ πότνια Πειθὼ
ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ, ἀμφὶ δὲ τήν γε
75 Ὧραι καλλίκομοι στέφον ἄνθεσι εἰαρινοῖσιν·
πάντα δέ οἱ χροῒ κόσμον ἐφήρμοσε Παλλὰς Ἀθήνη·
ἐν δ᾽ ἄρα οἱ στήθεσσι διάκτορος Ἀργειφόντης
ψεύδεά θ᾽ αἱμυλίους τε λόγους καὶ ἐπίκλοπον ἦθος
τεῦξε Διὸς βουλῇσι βαρυκτύπου· ἐν δ᾽ ἄρα φωνὴν
80 θῆκε θεῶν κῆρυξ, ὀνόμηνε δὲ τήνδε γυναῖκα
Πανδώρην, ὅτι πάντες Ὀλύμπια δώματ᾽ ἔχοντες
δῶρον ἐδώρησαν, πῆμ᾽ ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν.


Μα ο Δίας τα ᾽κρυψε έχοντας στην καρδιά του οργιστεί,
γιατί τον εξαπάτησε ο πανούργος Προμηθέας.
Έτσι σχεδίασε για τους ανθρώπους ολέθριες θλίψεις:
50έκρυψε τη φωτιά. Και πάλι αυτήν ο γενναίος ο γιος του Ιαπετού
την έκλεψε για χάρη των ανθρώπων από το συνετό το Δία
σε κούφιο καλάμι μέσα, αφού από την προσοχή του κεραυνόχαρου Δία ξέφυγε.
Κι ο Δίας ο συννεφοσυνάχτης οργισμένος του ᾽πε:
«Γιε του Ιαπετού, που πιότερο απ᾽ όλους ξέρεις από πανουργίες,
χαίρεσαι που ᾽κλεψες τη φωτιά και το νου μου εξαπάτησες,
μεγάλη συμφορά για σε τον ίδιο και τους μελλοντικούς ανθρώπους.
Αντί φωτιά κακό εγώ σ᾽ αυτούς θα δώσω: μ᾽ αυτό θα χαίρονται όλοι τους
μες στην καρδιά, καθώς θ᾽ αγκαλιάζουν με στοργή την ίδια τους τη συμφορά.
Έτσι είπε και γέλασε ηχηρά ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
60Και πρόσταξε τον Ήφαιστο τον ξακουστό όσο πιο γρήγορα
να σμίξει χώμα με νερό, μέσα να βάλει λαλιά και ανθρώπου δύναμη,
να μοιάζει στην όψη με τις αθάνατες θεές η κοπελιά
με την ωραία, τη λαχταριστή μορφή. Κι έπειτα έβαλε την Αθηνά
να της διδάξει τέχνες, τον πολυποίκιλτο ιστό να υφαίνει.
Την Αφροδίτη τη χρυσή να περιχύσει το κεφάλι της με χάρη,
πόθο σκληρό, φροντίδες που κατατρών τα μέλη.
Και τον Ερμή, τον υπηρέτη των θεών, του Άργου το φονιά,
τον πρόσταξε να βάλει μέσα της μυαλό αναίσχυντο και δόλιο χαρακτήρα.
Έτσι είπε κι εκείνοι υπάκουσαν στο Δία, τον άνακτα, το γιο του Κρόνου.
70Κι αμέσως έπλασε από χώμα ο ξακουστός Χωλός
με τη βουλή του Δία πλάσμα που ᾽μοιαζε παρθένα σεβαστή.
Την έζωσε και τη στόλισε η θεά Αθηνά η αστραπομάτα.
Οι Χάριτες, οι θεές, και η σεβαστή Πειθώ γύρω στο δέρμα της
της έβαλαν περιδέραια χρυσά. Κι από τριγύρω
οι Ώρες οι καλλίκομες τη στέφανε με άνθη εαρινά.
Και τα στολίδια όλα της τα ταίριαξε στο κορμί η Αθηνά Παλλάδα.
Μέσα στα στήθη της ο υπηρέτης των θεών, του Άργου ο φονιάς,
ψεύδη, θωπείας λόγια και δόλιο χαρακτήρα
ετοίμασε με τη βουλή του Δία του βαρύβροντου. Και μέσα της
80φωνή τής έβαλε των θεών ο κήρυκας κι ονόμασε τούτη τη γυναίκα
Πανδώρα, μια κι όλοι οι θεοί που κατοικούν στα Ολύμπια δώματα
δώρο τη δώρισαν, συμφορά για τους σιτοφάγους τούς ανθρώπους.