Στο Δία ας έχω όλα τα θάρρη μου,
κι αν είναι ανεξιχνίαστο το θέλημά του,
μ᾽ άξαφν᾽ αστράφτει και φεγγοβολά
και μες τα σκότη, με τη μαύρη συμφορά
90για τους εφήμερους ανθρώπους εδώ κάτου.
Ολόρθο πέφτει κι όχι ανάτριχα
ό,τι στα τέλεια της βουλής του θα ωριμάσει·
γιατί πυκνοί του θείου του νου
οι δρόμοι και βαθύσκιωτοι τραβούν,
που μάτι δεν μπορεί να ξεσκεπάσει.
Αυτός κι από τις ψηλοπύργωτες
ελπίδες κάτω τους γκρεμίζει
στου ολέθρου τους ανθρώπους το βυθό,
χωρίς με βία το χέρι του να οπλίζει·
100κόπο δε δίνει στη θεότη τίποτα,
πάνω στον ουρανό της θρονιασμένη
κι απ᾽ τους αγίους ψηλά τους θρόνους της
όμως η πάσα της βουλή τελειωμένη.
Μ᾽ ας στρέψει μάτι στην ανθρώπινη
αποκοτιά, να δει πώς ξανανιώνει
και, σαν κορμός, μ᾽ αγύριστη κακογνωμιά
για τους δικούς μου γάμους ξεφουντώνει,
και την κεντά η μανία του λογισμού
μ᾽ αφεύγατη βουκέντρα ζευγολάτη
110για να πλερώσει με ξολοθρεμό
νου τη θεοβλάβεια και την απάτη.
Τέτοια πικρά δύρομαι πάθη θλιβερά
στο δάκρυ μου πνιγμένη, αλί!
με βαριοστεναγμούς,
αλί μου, αλί!
που πρέπουνε σε θρήνους νεκρικούς,
και μόνη μου μοιρολογούμαι ζωντανή.
Μα εσύ, βουνίσια Απία γη,
λεήσου με, αν τη ξενική
φωνή μου, ω γη, καταλαβαίνεις·
νά, που το χέρι επανωτά
120με λινοξέσκλιδη φθορά
στους πέπλους τους Σιδώνιους κατεβαίνει.
Στους θεούς τρέχουνε σωρός οι προσφορές,
οι άνθρωποι όταν δυστυχούν
και στέκει ο θάνατος κοντά·
κ᾽ εμένα, αλιά και τρισαλιά!
στις αξεδιάλυτες τις συμφορές
και πού το κύμα θα με σύρει αυτό και πού;
Μα εσύ, βουνίσια Απία γη,
λεήσου με, αν τη ξενική
130φωνή μου, ω γη, καταλαβαίνεις·
νά, που το χέρι επανωτά
με λινοξέσκλιδη φθορά
στους πέπλους τους Σιδώνιους κατεβαίνει.
|