ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
Τρομάρα μου, κακά μεγάλα φοβερά!
Μολύνθηκε ο στρατός απ᾽ τα χαράκια, νά,
κύμα χυμίζει κατά δω
80αρίφνητ᾽ η καβαλαριά·
μου το μαθαίνει ο κορνιαχτός
π᾽ ασκώθηκε ώς το ουρανό,
δίχως μιλιά, μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινός.
Της γης μου παίρνει ο ομπλόχτυπος τους κάμπους
που κι όλο μπρος πετάει, ζυγώνει και βροντά,
ωσάν τ᾽ ακράτηγο νερό που δέρνει τα γκρεμνά.
Αλί μου, αλί, θεοί, θεές,
το κακό που μας πλάκωσε μακρύνετ᾽ από μας!
90Βουή τα τείχη ξεπερνά και καλοσύνταχτος ο οχτρός
με τα λευκά σκουτάρια του τραβώντας όλο μπρος
πάνω στα κάστρα μας χυμά.
Ποιός θα με σώσει; ποιός θα μού είναι βοηθός
απ᾽ τους θεούς, απ᾽ τις θεές;
τί άλλο μπορώ ή γονατιστή να πέσω ευτύς μπροστά
στ᾽ αγάλματα τα θεϊκά;
Ω μάκαρες καλόθρονοι, ώρα, και βιάζει το κακό,
να σας σφιχτοπεριπλεχτώ.
Καιρό τί χάνουμε μ᾽ αυτούς τους μάταιους οδυρμούς;
100Ακούτε ή δεν ακούγετε οι ασπίδες που χτυπούν;
τους πέπλους και τα στέφανα, αν όχι τώρα πια,
πότε θα τα φυλάξομε της λιτανείας μας προσφορά;
Είδες τί χτύπος; όχι ενού
βρόντημα κονταριού.
Τί έχεις σκοπό; τη χώρ᾽ αυτή, δικιά σου απ᾽ τα παλιά,
θ᾽ αφήσεις, Άρη, να χαθεί,
με το χρυσό το κράνος θεέ;
στρέψε το μάτι σου και ιδέ
και ιδέ τη γης που αγάπαγες πολύ από μια φορά.
Προστάτες μας θεοί, προφτάσετ᾽ όλοι
110δείτε μας τις παρθένες, που πεσμένες
μπρος σας, σκλαβιάς ζητούμε λυτρωμό.
Κύμα τριγύρ᾽ απ᾽ την πόλη
με λοξές φούντες οχτρών
με του πολέμου τις πνοές κοχλάζει.
Πατέρα, Δία παντέλειε, μα βοήθησέ με
κι απ᾽ των οχτρών διαγούμισμα διαφέντεψέ με.
120Την πολιτεία περίζωσαν του Κάδμου Αργίτες.
τ᾽ άρματα τα πολεμικά βροντούν, βροντούνε
κι απ᾽ τα σαγόνια των ατιών δετά τα γκέμια
πώς φονικά στριγγολογούνε!
Κι εφτά τρανοί μες στο στρατό ξεχωριστοί
πολέμαρχοι αρματοζωσμένοι,
όπως τους έτυχε ο λαχνός, στις εφτά πύλες προχωρούν.
Μα ω πολεμόχαρη θεά, κόρη του Δία,
130γίνε της πόλης μας, εσύ Παλλάδα, η σωτηρία·
κι ω καβαλάρη βασιλιά, θαλασσοκράτορα
με το ψαροκαμάκι, Ποσειδώνα θεέ μας,
απ᾽ τις τρομάρες τούτες γλίτωνέ μας, γλίτωνέ μας!
Και συ Άρη, αλί μου αλί, την πόλη αυτή
πόχει απ᾽ τον Κάδμο τ᾽ όνομά της,
δικιά σου φύλαξέ τηνε, σωστός προστάτης.
140Κι ω της γενιάς μας, Κύπριδα, προστάτισσα
μάκρυνε το κακό, γιατί αίμα εμείς δικό σου
με λιτανείες και θρήνους τη θεότη σου
κράζομε πέφτοντας εμπρός σου.
Κι ω Λύκειε βασιλιά ξολόθρεψε
και τους εχθρούς μας σαν τους λύκους, να πλερώσουν
τους στεναγμούς μας. Κι ω κόρη της Λητώς
με τ᾽ αλάθευτο δοξάρι σου αρματώσου.
|