ΠΑΡΟΔΟΣ Αφού ο Ορέστης και ο Πυλάδης έφυγαν, έρχεται ο Χορός.
ΧΟΡΟΣ
Ω, ιερή να κρατήσετε πρέπει σιωπή
όσοι στου άξενου πόντου τους βράχους κοντά
κατοικείτε, αλληλόκρουστους βράχους.
Ω κόρη της Λητώς,
Δίχτυννα εσύ βουνίσια,
προς την αυλή σου, προς του ωριόστυλου
ναού το χρυσοστόλιστο θριγκό
130έρχομαι, αγνή παρθένα,
δουλεύτρα της αγνής κλειδοκρατόρισσάς σου·
εγώ είμαι που τους πύργους και τα τείχη
άφησα της Ελλάδας της αλογοθρόφας,
που άφησα την Ευρώπη και τα ωραία της δέντρα,
έδρα του πατρικού σπιτιού μου.
Ανοίγει η πόρτα του ναού και παρουσιάζεται η Ιφιγένεια ντυμένη πένθιμα·
τη συνοδεύουν δυο υπηρέτες του ναού κρατώντας αγγεία με χοές.
Ήρθα, νά με! Τί τρέχει; Σαν ποιά έγνοια σε τρώει;
Στο ναό τί με κάλεσες, κόρη εκεινού που με χίλιων
καραβιών κοσμοξάκουστο στόλο, με μύριους
140του πολέμου λεβέντες στους πύργους της Τροίας
πήγε; Εσύ ξακουσμένης γενιάς,
της Ατρέικης, βλαστάρι!
ΙΦΙ. Βάγιες μου εσείς, σε θρήνους
βουτήχτηκα πικρούς, σε τραγουδιών
άμουσων βογκητά ασυντρόφευτα από λύρα,
σε μοιρολόγια, αλί μου, νεκρικά·
γιατί με βρήκαν συμφορές,
και του αδερφού μου τη θανή θρηνώ,
150γιατί είδα τέτοια ονειροφαντασιά
τη νύχτ᾽ αυτή που πια έσυρε το σκοτεινό της πέπλο.
Χάθηκα, χάθηκα, αχ!
το πατρογονικό μου δεν υπάρχει·
πάει η γενιά μου, συφορά!
Τί βάσανα, αχ, μες στο Άργος!
Ω μοίρα,
το μοναχό μου αρπάζεις αδερφό,
στον Άδη τον ξεπροβοδάς· για κείνον τώρα εγώ
στης γης την πλάτη αυτές θα ρίξω τις χοές,
160το κράμ᾽ αυτό το νεκρικό,
νά, γάλα ανάβρα από γελάδες του βουνού,
κρασί του Βάκχου σταλαξιά,
και το έργο μελισσών ξανθών·
αυτά αναπαύουν τους νεκρούς.
Σ᾽ έναν από τους συνοδούς.
Δώσ᾽ μου την κούπα την ολόχρυση,
αυτή με του Άδη τις σπονδές.
170Ω βλαστέ του Αγαμέμνονα μέσα στον κόρφο της γης,
τούτα δω σου προσφέρνω, μια κι είσαι νεκρός·
δέξου αυτά· δε σου φέρνω στον τάφο σου
τα ξανθά μου μαλλιά και τα δάκρυα μου·
ξενιτεύτηκα, βλέπεις, μακριά από τη χώρα
που μας γέννησε, εσένα κι εμέ, κι όπου μ᾽ έχουνε
για νεκρή, για σφαγμένη, τη δόλια.
|