ΠΑΡΟΔΟΣ ΧΟΡΟΣ
Τρέχοντας ξέφυγα για νά ᾽ρθω σε σένα,
Εκάβη, τις σκηνές παρατώντας
των αρχόντων,
100όπου με κλήρο διατάχτηκα σκλάβα να ζω,
απ᾽ την Τροία σερμένη μακριά,
των Αργείων αιχμάλωτη, κι ούτε
κανένα ξαλάφρωμα φέρνω στα πάθη σου,
μονάχα ένα βάρος κομίζω, ένα μήνυμα
και για μένανε δυσκολοβάσταχτο
και για σένα, Κυρά μου, πικρό.
Καθώς λένε, στη μεγάλη τη σύναξη
των Αχαιών, η απόφαση πάρθηκε
θυσία να δώσουν την κόρη σου
στον Αχιλλέα. Το ξέρεις
110πως πάνω απ᾽ τον τάφο του πρόβαλε
με τη χρυσή αρματωσιά του,
και τα θαλασσοτάξιδα καράβια σταμάτησε,
που είχανε κιόλας τα πανιά τους απλωμένα,
κράζοντας:
«Για πού σαλπάρετε, Δαναοί, παρατώντας
τον τάφο μου ατίμητο;»
Συνέρια σηκώθηκε τότε, φουρτούνα σωστή,
κι ήταν στη γνώμη ο στρατός των Ελλήνων
μοιρασμένος, αφού άλλοι το κρίνανε πρέπον
να δώσουν σφαχτάρι στον τάφο, κι άλλοι όχι.
120Για το δικό σου το καλό προσπαθούσε
ο Αγαμέμνονας
που πολύ λογαριάζει
της θεόληπτης μαντεύτρας την κλίνη.
Όμως οι γιοι του Θησέα, τα δυο
της Αθήνας βλαστάρια, παίρνοντας τον λόγο
χωριστά σε μια γνώμη συμπέσανε:
πως αίμα νεανικό θα πρέπει
να στολίσει
του Αχιλλέα τον τάφο· ποτέ,
καθώς λέγανε,
δεν θα μπορούσε να λογαριαστεί
της Κασάνδρας η κλίνη περσότερο
από το σπαθί του Αχιλλέα.
130Οι αντίμαχες γνώμες φαινόταν
να ισοζυγιάζουνε, ως τη στιγμή που ο παμπόνηρος,
εκείνος ο λογάς, ο λαοπλάνος
γιος του Λαέρτη, πήρε με το μέρος του
το στράτευμα λέγοντας πως
δεν πρέπει οι Έλληνες να καταφρονέσουν
τον πιο αντρειωμένο τους για το χατίρι
μιας σκλάβας που ήταν να σφαγεί· έτσι μόνο
δεν θα μπορέσει κανείς πεθαμένος να πει
καθώς θα στέκεται στης Περσεφόνης το πλάι,
πως αχάριστοι φάνηκαν οι Δαναοί
στους Δαναούς που για την Ελλάδα χαθήκανε
140στους τρωαδίτικους κάμπους.
Κι όπου να ᾽ναι ο Οδυσσέας θα ᾽ρθει,
θα χιμήξει στην αγκαλιά σου
κι απ᾽ τα γέρικα χέρια σου θ᾽ αρπάξει την κόρη.
Στους ναούς τρέξε, στους βωμούς δίχως άργητα,
στου Αγαμέμνονα πέσε τα γόνατα ικέτισσα,
παραστάτες σου κράξε τους θεούς
τ᾽ ουρανού και της γης· και μπορεί,
με τις προσευχές, να γλιτώσεις
τη δόλια σου κόρη.
Γιατί αλλιώς,
150την παρθένα θα δεις σ᾽ έναν τάφο γερμένη
να βάφεται με αίμα,
που θα κυλάει μαυροκόκκινο αυλάκι
από λαιμό χρυσοστόλιστο.
|