Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἀνδρομάχη (117-146)


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
ὦ γύναι, ἃ Θέτιδος δάπεδον καὶ ἀνάκτορα θάσσεις [στρ. α]
δαρὸν οὐδὲ λείπεις,
Φθιὰς ὅμως ἔμολον ποτὶ σὰν Ἀσιήτιδα γένναν,
120εἴ τί σοι δυναίμαν
ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων τεμεῖν,
οἵ σε καὶ Ἑρμιόναν ἔριδι στυγερᾷ συνέκλῃσαν,
τλάμον᾽ ἀμφὶ λέκτρων
διδύμων ἐπίκοινον ἔχουσαν
125ἄνδρα παῖδ᾽ Ἀχιλλέως.

γνῶθι τύχαν, λόγισαί τ᾽ ἄπορον κακὸν εἰς ὅπερ ἥκεις. [ἀντ. α]
δεσπόταις ἁμιλλᾷ
Ἰλιὰς οὖσα κόρα Λακεδαίμονος ἐγγενέταισιν;
λεῖπε δεξίμηλον
130δόμον τᾶς ποντίας θεοῦ. τί σοι
καιρὸς ἀτυζομένᾳ δέμας αἰκέλιον καταλείβειν
δεσποτᾶν ἀνάγκαις;
τὸ κρατοῦν δέ σ᾽ ἔπεισι. τί μόχθον
οὐδὲν οὖσα μοχθεῖς;

135ἀλλ᾽ ἴθι λεῖπε θεᾶς Νηρηίδος ἀγλαὸν ἕδραν, [στρ. β]
γνῶθι δ᾽ οὖσ᾽ ἐπὶ ξένας
δμωὶς ἐπ᾽ ἀλλοτρίας
πόλεος, ἔνθ᾽ οὐ φίλων τιν᾽ εἰσορᾷς
σῶν, ὦ δυστυχεστάτα,
πασᾶν, τάλαινα νύμφα.
140
οἰκτροτάτα γὰρ ἔμοιγ᾽ ἔμολες, γύναι Ἰλιάς, οἴκους [ἀντ. β]
δεσποτῶν ἐμῶν· φόβῳ δ᾽
ἡσυχίαν ἄγομεν—
τὸ δὲ σὸν οἴκτῳ φέρουσα τυγχάνω—
145μὴ παῖς τᾶς Διὸς κόρας
σοί μ᾽ εὖ φρονοῦσαν εἰδῇ.


ΠΑΡΟΔΟΣ


ΧΟΡΟΣ
Κυρά μου εσύ, που πρόσπεσες εδώ στης Θέτης το ιερό [στρ. 1]
κι ούτε λες να σαλέψεις,
Φθιώτισσα είμαι κι όμως ήρθα σ᾽ εσέ την Ασιάτισσα
120με την ελπίδα πως θα μπορούσα να βρω
κάποια γιατρειά για τα δεινά τ᾽ αξεδιάλυτα
που εσένα και την Ερμιόνη
σ᾽ εχθρότητα μπλέξανε φοβερή
για τη διπλή την κλίνη
που η άμοιρη εσύ μοιράζεσαι μαζί της
στο πλάι του γιου του Αχιλλέα.

Σκέψου τη θέση σου κι αναλογίσου [αντ. 1]
ποιό το αθεράπευτο κακό
που σου φύλαξε η μοίρα.
Κόρη της Τροίας εσύ, κι αντιμάχεσαι
μιαν αφέντρα Λακώνισσα;
130Παράτα λοιπόν το ιερό της θαλάσσιας θεάς,
προορισμένο να δέχεται τα σφαχτάρια. Ποιό τ᾽ όφελος
ν᾽ ασκημίζεις καθώς λιώνεις στο κλάμα
επειδή σε ταράζει των αφεντάδων η γνώμη; Θα πέσουν
απάνω σου οι πιο δυνατοί.
Γιατί τόσος αγώνας όταν δεν έχεις τη δύναμη;

Τον βωμό της νεράιδας θεάς άφησέ τον. [στρ. 2]
Νιώσ᾽ το καλά, ότι βρίσκεσαι σκλάβα
ξένη, σε ξένον τόπο,
όπου δεν βλέπεις κανένα
από κείνους που σ᾽ αγαπούσανε.
Ω η πιο δύστυχη απ᾽ όλες,
140κοπέλα βαριόμοιρη.

Αξιολύπητη μας ήρθες εδώ, ω γυναίκα της Τροίας, [αντ. 2]
στα παλάτια των βασιλιάδων μας·
όμως ο φόβος μού κλείνει το στόμα,
—λυπούμαι βέβαια την τύχη σου—
σκιάζομαι ωστόσο μήπως και καταλάβει
τη συμπάθεια που νιώθω για σένα
της θυγατέρας του Δία η κόρη.