Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Πολιτεία (330b-331b)

[330b] Ποῖ᾽ ἐπεκτησάμην, ἔφη, ὦ Σώκρατες; μέσος τις γέγονα χρηματιστὴς τοῦ τε πάππου καὶ τοῦ πατρός. ὁ μὲν γὰρ πάππος τε καὶ ὁμώνυμος ἐμοὶ σχεδόν τι ὅσην ἐγὼ νῦν οὐσίαν κέκτημαι παραλαβὼν πολλάκις τοσαύτην ἐποίησεν, Λυσανίας δὲ ὁ πατὴρ ἔτι ἐλάττω αὐτὴν ἐποίησε τῆς νῦν οὔσης· ἐγὼ δὲ ἀγαπῶ ἐὰν μὴ ἐλάττω καταλίπω τούτοισιν, ἀλλὰ βραχεῖ γέ τινι πλείω ἢ παρέλαβον.
Οὗ τοι ἕνεκα ἠρόμην, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι μοι ἔδοξας οὐ σφόδρα [330c] ἀγαπᾶν τὰ χρήματα, τοῦτο δὲ ποιοῦσιν ὡς τὸ πολὺ οἳ ἂν μὴ αὐτοὶ κτήσωνται· οἱ δὲ κτησάμενοι διπλῇ ἢ οἱ ἄλλοι ἀσπάζονται αὐτά. ὥσπερ γὰρ οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσιν, ταύτῃ τε δὴ καὶ οἱ χρηματισάμενοι περὶ τὰ χρήματα σπουδάζουσιν ὡς ἔργον ἑαυτῶν, καὶ κατὰ τὴν χρείαν ᾗπερ οἱ ἄλλοι. χαλεποὶ οὖν καὶ συγγενέσθαι εἰσίν, οὐδὲν ἐθέλοντες ἐπαινεῖν ἀλλ᾽ ἢ τὸν πλοῦτον.
Ἀληθῆ, ἔφη, λέγεις.
[330d] Πάνυ μὲν οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ. ἀλλά μοι ἔτι τοσόνδε εἰπέ· τί μέγιστον οἴει ἀγαθὸν ἀπολελαυκέναι τοῦ πολλὴν οὐσίαν κεκτῆσθαι;
Ὅ, ἦ δ᾽ ὅς, ἴσως οὐκ ἂν πολλοὺς πείσαιμι λέγων. εὖ γὰρ ἴσθι, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὅτι, ἐπειδάν τις ἐγγὺς ᾖ τοῦ οἴεσθαι τελευτήσειν, εἰσέρχεται αὐτῷ δέος καὶ φροντὶς περὶ ὧν ἔμπροσθεν οὐκ εἰσῄει. οἵ τε γὰρ λεγόμενοι μῦθοι περὶ τῶν ἐν Ἅιδου, ὡς τὸν ἐνθάδε ἀδικήσαντα δεῖ ἐκεῖ διδόναι [330e] δίκην, καταγελώμενοι τέως, τότε δὴ στρέφουσιν αὐτοῦ τὴν ψυχὴν μὴ ἀληθεῖς ὦσιν· καὶ αὐτός —ἤτοι ὑπὸ τῆς τοῦ γήρως ἀσθενείας ἢ καὶ ὥσπερ ἤδη ἐγγυτέρω ὢν τῶν ἐκεῖ μᾶλλόν τι καθορᾷ αὐτά— ὑποψίας δ᾽ οὖν καὶ δείματος μεστὸς γίγνεται καὶ ἀναλογίζεται ἤδη καὶ σκοπεῖ εἴ τινά τι ἠδίκησεν. ὁ μὲν οὖν εὑρίσκων ἑαυτοῦ ἐν τῷ βίῳ πολλὰ ἀδικήματα καὶ ἐκ τῶν ὕπνων, ὥσπερ οἱ παῖδες, θαμὰ ἐγειρόμενος δειμαίνει [331a] καὶ ζῇ μετὰ κακῆς ἐλπίδος· τῷ δὲ μηδὲν ἑαυτῷ ἄδικον συνειδότι ἡδεῖα ἐλπὶς ἀεὶ πάρεστι καὶ ἀγαθὴ γηροτρόφος, ὡς καὶ Πίνδαρος λέγει. χαριέντως γάρ τοι, ὦ Σώκρατες, τοῦτ᾽ ἐκεῖνος εἶπεν, ὅτι ὃς ἂν δικαίως καὶ ὁσίως τὸν βίον διαγάγῃ,
γλυκεῖά οἱ καρδίαν
ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ
ἐλπὶς ἃ μάλιστα θνατῶν πολύστροφον
γνώμαν κυβερνᾷ.
εὖ οὖν λέγει θαυμαστῶς ὡς σφόδρα. πρὸς δὴ τοῦτ᾽ ἔγωγε τίθημι τὴν τῶν χρημάτων κτῆσιν πλείστου ἀξίαν εἶναι, οὔ [331b] τι παντὶ ἀνδρὶ ἀλλὰ τῷ ἐπιεικεῖ καὶ κοσμίῳ. τὸ γὰρ μηδὲ ἄκοντά τινα ἐξαπατῆσαι ἢ ψεύσασθαι, μηδ᾽ αὖ ὀφείλοντα ἢ θεῷ θυσίας τινὰς ἢ ἀνθρώπῳ χρήματα ἔπειτα ἐκεῖσε ἀπιέναι δεδιότα, μέγα μέρος εἰς τοῦτο ἡ τῶν χρημάτων κτῆσις συμβάλλεται. ἔχει δὲ καὶ ἄλλας χρείας πολλάς· ἀλλὰ ἕν γε ἀνθ᾽ ἑνὸς οὐκ ἐλάχιστον ἔγωγε θείην ἂν εἰς τοῦτο ἀνδρὶ νοῦν ἔχοντι, ὦ Σώκρατες, πλοῦτον χρησιμώτατον εἶναι.

[330b] Τί τα ηύξησα, Σωκράτη; εγώ, ως οικονομολόγος, κράτησα το μέσο μεταξύ του πάππου μου και του πατέρα μου· γιατί ο πάππος μου, που έχω και το όνομά του, κληρονόμησε όση απάνω κάτω περιουσία έχω κι εγώ τώρα, και την έκαμε πολλές φορές περισσότερη· ο πατέρας μου πάλι, ο Λυσανίας, την έκαμε ακόμη μικρότερη απ᾽ ό,τι είναι τώρα· εγώ θα είμαι ευχαριστημένος, αν δεν αφήσω λιγότερα σ᾽ αυτούς, μα και κάτι μάλιστα παραπάνω απ᾽ όσα παρέλαβα.
Σου έκαμα αυτή την ερώτηση, είπα εγώ, γιατί πάντα μου φάνηκε πως δεν [330c] πολυαγαπάς τα χρήματα· πράγμα που συμβαίνει συνήθως σε κείνους που δεν απόκτησαν οι ίδιοι τα πλούτη τους· ενώ απεναντίας, εκείνοι που τ᾽ αποκτούν μόνοι τους τ᾽ αγαπούν διπλάσια από τους άλλους· γιατί όπως οι ποιηταί αγαπούν τα ποιήματά τους κι οι πατέρες τα παιδιά των, έτσι κι όσοι αφοσιώθηκαν ν᾽ αποκτήσουν χρήματα τ᾽ αγαπούν σα δημιούργημά των, μ᾽ ακόμα και γιατί βρίσκουν, καθώς και όλοι οι άλλοι άνθρωποι, ωφέλεια απ᾽ αυτά. Κι έτσι είναι και πολύ δύσκολοι στις σχέσεις των, γιατί τίποτε άλλο δε θέλουν να εκτιμούν έξω από τον πλούτο.
Έχεις δίκιο, μου αποκρίθηκε ο Κέφαλος.
[330d] Και πολύ μεγάλο μάλιστα, επρόστεσα εγώ· αλλά τόσο μόνο πες μου ακόμα· ποιό είναι, κατά τη γνώμη σου, το πιο μεγάλο αγαθό που έχεις απολαύσει από τη μεγάλη σου περιουσία;
Εκείνο, μου αποκρίθηκε, που ίσως και να μη μου πιστεύσουν οι περισσότεροι, αν το ακούσουν. Γνώριζε όμως, Σωκράτη, πως, όταν κανείς βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής του, τον πιάνει ένας φόβος και μια συλλογή για τα πράγματα, που ούτε τα ᾽βαζε πριν στο νου του· γιατί όλα εκείνα που διηγούνται για τον Άδη και για τις τιμωρίες που περιμένουν εκεί κάτω [330e] όσους έκαμαν αδικίες σ᾽ αυτό τον κόσμο, ενώ ως τώρα τα περίπαιζε, τότε δα αρχίζουν και ανησυχούν την ψυχή του, μήπως τάχα είναι αληθινά· και είτε ένεκα από την αδυναμία της γεροντικής ηλικίας, είτε γιατί βρίσκεται ίσως κοντύτερα σ᾽ εκείνα, τα βλέπει κάπως τώρα καθαρότερα. Ανησυχία λοιπόν και τρόμος γεμίζουν την ψυχή του και αρχίζει να εξετάζει και ν᾽ αναθεωρεί τις πράξεις του, μήπως έκαμε καμιά αδικία· και κείνος που βρίσκει στη ζωή του πολλά αδικήματα, ο φόβος τον κάνει και μέσα στον ύπνο του να πηδά επάνω, σαν τα παιδιά, [331a] και να ζει πάντα σε απελπισία. Ενώ όσοι δεν έχουν στη συνείδησή τους το βάρος καμιάς αδικίας, τους παραστέκει πάντα μια ελπίδα γλυκιά και «αγαθή τροφός του γήρατος», καθώς λέει και ο Πίνδαρος· γιατί πραγματικώς με πολλή χάρη το είπ᾽ εκείνος, Σωκράτη, πως όποιος περάσει τη ζωή του μ᾽ ευσέβεια και δικαιοσύνη,
γλυκιά η ελπίδα τον ακλουθά
συντρόφισσα στα γερατειά του,
που θεραπεύει την καρδιά
και κυβερνάει τα λογικά
του ανθρώπου του αστάτου
όπως πολύ θαυμάσια το λέγει. Ως προς αυτό λοιπόν θεωρώ εγώ πως έχουν τα πλούτη μεγάλη αξία, όχι [331b] για κάθε άνθρωπο βέβαια, αλλά για τον μετρημένο και φρόνιμο. Συντείνουν δηλαδή κατά μέγα μέρος να μην εξαναγκαστεί κανείς, έστω και χωρίς να το θέλει, να εξαπατήσει και να γελάσει τον άλλο και να μην αναχωρήσει για τον άλλο κόσμο φοβισμένος, αν τύχει και χρωστά ή θυσίες σε κανένα θεό, ή χρήματα σε άνθρωπο· είναι βέβαια και για πολλά άλλα ωφέλιμα τα χρήματα· αλλά εγώ, αν τα ζυγίσω ένα προς ένα, θα έκρινα πως αυτή είναι όχι η μικρότερη ωφέλεια το πλούτου για έναν άνθρωπο που έχει νου.