[5.1] Κάποτε που απουσίαζε ο Φίλιππος, φιλοξενούσε αυτός τους πρέσβεις που είχαν έρθει από τον βασιλιά των Περσών. Αποκτώντας οικειότητα μαζί τους, τους σκλάβωσε τόσο πολύ με τις περιποιήσεις του και με το ότι δεν έκανε καμιά παιδική ερώτηση ούτε και ανόητη, [5.2] αλλά ζητούσε να μάθει τις αποστάσεις και τον τρόπο πορείας προς το εσωτερικό της Ασίας, πώς αντιμετώπιζε ο βασιλιάς τους τούς πολέμους, ποιά η ισχύς των όπλων και η δύναμη της Περσίας, [5.3] ώστε εκείνοι να θαυμάζουν και την πολυσυζητημένη ρητορική ικανότητα του Φιλίππου να τη θεωρούν εντελώς ασήμαντη μπροστά στην ορμή και την τάση του παιδιού για μεγάλα κατορθώματα. [5.4] Κάθε φορά που έφτανε είδηση ότι ο Φίλιππος ή είχε κυριέψει κάποια ξακουστή πόλη ή είχε νικήσει σε κάποια σημαντική μάχη, δεν ήταν πολύ χαρούμενος που το άκουγε, αλλά έλεγε στους συνομηλίκους του: «παιδιά, όλα θα τα προλάβει ο πατέρας μου, σ᾽ εμένα δεν θα αφήσει να πετύχω μαζί σας κανένα κατόρθωμα μεγάλο και λαμπρό». [5.5] Δεν ζήλευε ούτε την ηδονή ούτε και τον πλούτο, αλλά πίστευε ότι, όσο περισσότερη αρετή και δόξα θα κληρονομούσε από τον πατέρα του, τόσο λιγότερη θα αποκτούσε ο ίδιος με τις δικές του δυνάμεις. [5.6] Γι᾽ αυτό, καθώς είχε τη γνώμη ότι στον Φίλιππο οφείλονταν τα κατορθώματα για την επέκταση του βασιλείου, δεν επιθυμούσε χρήματα μήτε χλιδή και απολαύσεις, αλλά να παραλάβει μια εξουσία που να έχει αγώνες, πολέμους και φιλοδοξίες. [5.7] Όπως ήταν φυσικό, πολλοί είχαν αναλάβει τη φροντίδα του Αλέξανδρου, που λέγονταν τροφοί, παιδαγωγοί και δάσκαλοι· αλλά σε όλους αυτούς τον πρώτο ρόλο είχε ο Λεωνίδας, άνδρας με αυστηρό χαρακτήρα και συγγενής της Ολυμπιάδας, που δεν απέφευγε το όνομα του παιδαγωγού, που έχει ωραίο και λαμπρό έργο, αλλά από τους άλλους, λόγω του αξιώματος και της συγγένειας, αποκαλούνταν τροφός του Αλέξανδρου και καθηγητής. [5.8] Εκείνος όμως που κατείχε τον ρόλο και τον τίτλο του παιδαγωγού ήταν ο Λυσίμαχος, Ακαρνάνας στην καταγωγή, που δεν είχε κανένα γενικά προσόν, αλλά επειδή αυτοαποκαλούνταν Φοίνικας, έλεγε τον Αλέξανδρο Αχιλλέα και τον Φίλιππο Πηλέα, ήταν αγαπητός και είχε τη δεύτερη θέση στη φροντίδα της διαπαιδαγώγησης του Αλέξανδρου. [6.1] Όταν ο Φιλόνικος ο Θεσσαλός είχε φέρει στον Φίλιππο τον Βουκεφάλα για να τον αγοράσει για τριάντα τάλαντα, κατέβηκαν στην πεδιάδα για να δοκιμάσουν το άλογο , που φαινόταν ατίθασο και γενικά δύσκολο να το αντιμετωπίσει κανείς, αφού ούτε δεχόταν αναβάτη ούτε ανεχόταν τη φωνή κανενός από τους ανθρώπους του Φιλίππου, αλλά αγρίευε με όλους. [6.2] Και ενώ ο Φίλιππος άρχισε να δυσανασχετεί και έδωσε εντολή να απομακρύνουν το άλογο, επειδή κατά τη γνώμη του ήταν πάρα πολύ άγριο και ατίθασο, ο Αλέξανδρος που ήταν παρών είπε: «τι άλογο χάνουν, επειδή δεν μπορούν να το χειριστούν από απειρία και μαλθακότητα». Στην αρχή ο Φίλιππος σιώπησε· [6.3] επειδή όμως ο Αλέξανδρος έλεγε και ξανάλεγε τα ίδια πολλές φορές και είχε ταραχθεί, ο Φίλιππος είπε: «τολμάς και κατακρίνεις εσύ τους μεγαλύτερους, επειδή πιστεύεις ότι ξέρεις κάτι περισσότερο ο ίδιος ή επειδή μπορείς να κουμαντάρεις το άλογο καλύτερα;» [6.4] «Αυτό τουλάχιστον» είπε «θα μπορούσα να το χειριστώ καλύτερα από άλλον». «Αν δεν το χειριστείς, ποιά τιμωρία πρέπει να υποστείς για την αυθάδειά σου;» «Θα πληρώσω εγώ, μα τον Δία» είπε «την αξία του αλόγου». [6.5] Έπεσε τότε γέλιο· στη συνέχεια όμως, αφού συμφώνησαν μεταξύ τους την τιμή σε χρήμα, έτρεξε αμέσως προς το άλογο, έπιασε τα χαλινάρια και το έστρεψε προς τον ήλιο, επειδή κατάλαβε, καθώς φαίνεται, ότι, βλέποντας το άλογο τη σκιά του να πέφτει μπροστά του και να κινείται, τρόμαζε. [6.6] Και, αφού έτρεξε για λίγο δίπλα στο άλογο κρατώντας τα χαλινάρια, ενώ αυτό κάλπαζε, και το χάιδεψε, καθώς το έβλεπε γεμάτο θυμό και αγριάδα, πέταξε ήσυχα τη χλαμύδα και με ένα πήδημα κάθισε σταθερά επάνω του. [6.7] Τράβηξε ελαφριά με τα λουριά το χαλινάρι και έσφιξε το λουρί χωρίς μαστίγωμα και σπιρούνιασμα. Και καθώς έβλεπε ότι το άλογο έπαψε να είναι απειλητικό και ήταν έτοιμο να τρέξει, χαλάρωσε τα χαλινάρια και το άφησε να τρέξει, φωνάζοντας πια πιο δυνατά και χτυπώντας το με τα πόδια. [6.8] Στην αρχή ο Φίλιππος και η ακολουθία του ήταν αγχωμένοι και σιωπηλοί· μόλις όμως έστριψε και γύρισε πίσω σοβαρός και χαρούμενος, όλοι γενικά ζητωκραύγασαν· ο πατέρας του όμως λένε πως δάκρυσε κάπως από χαρά και, αφού κατέβηκε ο Αλέξανδρος από το άλογο, τον φίλησε και του είπε: «παιδί μου, να ζητήσεις βασίλειο ισάξιο με σένα, γιατί η Μακεδονία δεν σε χωράει».
|