Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (1.93.1-1.95.7)

[1.93.1] Τούτῳ τῷ τρόπῳ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν πόλιν ἐτείχισαν ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ. [1.93.2] καὶ δήλη ἡ οἰκοδομία ἔτι καὶ νῦν ἐστὶν ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο· οἱ γὰρ θεμέλιοι παντοίων λίθων ὑπόκεινται καὶ οὐ ξυνειργασμένων ἔστιν ᾗ, ἀλλ᾽ ὡς ἕκαστόν ποτε προσέφερον, πολλαί τε στῆλαι ἀπὸ σημάτων καὶ λίθοι εἰργασμένοι ἐγκατελέγησαν. μείζων γὰρ ὁ περίβολος πανταχῇ ἐξήχθη τῆς πόλεως, καὶ διὰ τοῦτο πάντα ὁμοίως κινοῦντες ἠπείγοντο. [1.93.3] ἔπεισε δὲ καὶ τοῦ Πειραιῶς τὰ λοιπὰ ὁ Θεμιστοκλῆς οἰκοδομεῖν (ὑπῆρκτο δ᾽ αὐτοῦ πρότερον ἐπὶ τῆς ἐκείνου ἀρχῆς ἧς κατ᾽ ἐνιαυτὸν Ἀθηναίοις ἦρξε) νομίζων τό τε χωρίον καλὸν εἶναι, λιμένας ἔχον τρεῖς αὐτοφυεῖς, καὶ αὐτοὺς ναυτικοὺς γεγενημένους μέγα προφέρειν ἐς τὸ κτήσασθαι δύναμιν [1.93.4] (τῆς γὰρ δὴ θαλάσσης πρῶτος ἐτόλμησεν εἰπεῖν ὡς ἀνθεκτέα ἐστί), καὶ τὴν ἀρχὴν εὐθὺς ξυγκατε σκεύαζεν. [1.93.5] καὶ ᾠκοδόμησαν τῇ ἐκείνου γνώμῃ τὸ πάχος τοῦ τείχους ὅπερ νῦν ἔτι δῆλόν ἐστι περὶ τὸν Πειραιᾶ· δύο γὰρ ἅμαξαι ἐναντίαι ἀλλήλαις τοὺς λίθους ἐπῆγον. ἐντὸς δὲ οὔτε χάλιξ οὔτε πηλὸς ἦν, ἀλλὰ ξυνῳκοδομημένοι μεγάλοι λίθοι καὶ ἐντομῇ ἐγγώνιοι, σιδήρῳ πρὸς ἀλλήλους τὰ ἔξωθεν καὶ μολύβδῳ δεδεμένοι. τὸ δὲ ὕψος ἥμισυ μάλιστα ἐτελέσθη οὗ διενοεῖτο. [1.93.6] ἐβούλετο γὰρ τῷ μεγέθει καὶ τῷ πάχει ἀφιστάναι τὰς τῶν πολεμίων ἐπιβουλάς, ἀνθρώπων τε ἐνόμιζεν ὀλίγων καὶ τῶν ἀχρειοτάτων ἀρκέσειν τὴν φυλακήν, τοὺς δ᾽ ἄλλους ἐς τὰς ναῦς ἐσβήσεσθαι. [1.93.7] ταῖς γὰρ ναυσὶ μάλιστα προσέκειτο, ἰδών, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τῆς βασιλέως στρατιᾶς τὴν κατὰ θάλασσαν ἔφοδον εὐπορωτέραν τῆς κατὰ γῆν οὖσαν· τόν τε Πειραιᾶ ὠφελιμώτερον ἐνόμιζε τῆς ἄνω πόλεως, καὶ πολλάκις τοῖς Ἀθηναίοις παρῄνει, ἢν ἄρα ποτὲ κατὰ γῆν βιασθῶσι, καταβάντας ἐς αὐτὸν ταῖς ναυσὶ πρὸς ἅπαντας ἀνθίστασθαι. [1.93.8] Ἀθηναῖοι μὲν οὖν οὕτως ἐτειχίσθησαν καὶ τἆλλα κατεσκευάζοντο εὐθὺς μετὰ τὴν Μήδων ἀναχώρησιν.
[1.94.1] Παυσανίας δὲ ὁ Κλεομβρότου ἐκ Λακεδαίμονος στρατηγὸς τῶν Ἑλλήνων ἐξεπέμφθη μετὰ εἴκοσι νεῶν ἀπὸ Πελοποννήσου· ξυνέπλεον δὲ καὶ Ἀθηναῖοι τριάκοντα ναυσὶ καὶ τῶν ἄλλων ξυμμάχων πλῆθος. [1.94.2] καὶ ἐστράτευσαν ἐς Κύπρον καὶ αὐτῆς τὰ πολλὰ κατεστρέψαντο, καὶ ὕστερον ἐς Βυζάντιον Μήδων ἐχόντων, καὶ ἐξεπολιόρκησαν ἐν τῇδε τῇ ἡγεμονίᾳ. [1.95.1] ἤδη δὲ βιαίου ὄντος αὐτοῦ οἵ τε ἄλλοι Ἕλληνες ἤχθοντο καὶ οὐχ ἥκιστα οἱ Ἴωνες καὶ ὅσοι ἀπὸ βασιλέως νεωστὶ ἠλευθέρωντο· φοιτῶντές τε πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἠξίουν αὐτοὺς ἡγεμόνας σφῶν γίγνεσθαι κατὰ τὸ ξυγγενὲς καὶ Παυσανίᾳ μὴ ἐπιτρέπειν, ἤν που βιάζηται. [1.95.2] οἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἐδέξαντό τε τοὺς λόγους καὶ προσεῖχον τὴν γνώμην ὡς οὐ περιοψόμενοι τἆλλά τε καταστησόμενοι ᾗ φαίνοιτο ἄριστα αὐτοῖς. [1.95.3] ἐν τούτῳ δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι μετεπέμποντο Παυσανίαν ἀνακρινοῦντες ὧν πέρι ἐπυνθάνοντο· καὶ γὰρ ἀδικία πολλὴ κατηγορεῖτο αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων τῶν ἀφικνουμένων, καὶ τυραννίδος μᾶλλον ἐφαίνετο μίμησις ἢ στρατηγία. [1.95.4] ξυνέβη τε αὐτῷ καλεῖσθαί τε ἅμα καὶ τοὺς ξυμμάχους τῷ ἐκείνου ἔχθει παρ᾽ Ἀθηναίους μετατάξασθαι πλὴν τῶν ἀπὸ Πελοποννήσου στρατιωτῶν. [1.95.5] ἐλθὼν δὲ ἐς Λακεδαίμονα τῶν μὲν ἰδίᾳ πρός τινα ἀδικημάτων ηὐθύνθη, τὰ δὲ μέγιστα ἀπολύεται μὴ ἀδικεῖν· κατηγορεῖτο δὲ αὐτοῦ οὐχ ἥκιστα μηδισμὸς καὶ ἐδόκει σαφέστατον εἶναι. [1.95.6] καὶ ἐκεῖνον μὲν οὐκέτι ἐκπέμπουσιν ἄρχοντα, Δόρκιν δὲ καὶ ἄλλους τινὰς μετ᾽ αὐτοῦ στρατιὰν ἔχοντας οὐ πολλήν· οἷς οὐκέτι ἐφίεσαν οἱ ξύμμαχοι τὴν ἡγεμονίαν. [1.95.7] οἱ δὲ αἰσθόμενοι ἀπῆλθον, καὶ ἄλλους οὐκέτι ὕστερον ἐξέπεμψαν οἱ Λακεδαιμόνιοι, φοβούμενοι μὴ σφίσιν οἱ ἐξιόντες χείρους γίγνωνται, ὅπερ καὶ ἐν τῷ Παυσανίᾳ ἐνεῖδον, ἀπαλλαξείοντες δὲ καὶ τοῦ Μηδικοῦ πολέμου καὶ τοὺς Ἀθηναίους νομίζοντες ἱκανοὺς ἐξηγεῖσθαι καὶ σφίσιν ἐν τῷ τότε παρόντι ἐπιτηδείους.

[1.93.1] Τείχισαν, λοιπόν, την πόλη τους οι Αθηναίοι σε πολύ μικρό διάστημα. [1.93.2] Ακόμα και σήμερα η τοιχοδομή φανερώνει ότι το χτίσιμο έγινε βιαστικά. Το θεμελιακό μέρος είναι καμωμένο από κάθε λογής πέτρες που σε πολλά σημεία δεν είναι συναρμοσμένες, αλλά τοποθετημένες όπως τις έφερναν οι βοηθοί. Χρησιμοποιήθηκαν, όμως, πολλές επιτύμβιες στήλες και πελεκημένες πέτρες. Ο περίβολος του τείχους έγινε πολύ μεγαλύτερος από ό,τι ήταν πριν, και σε όλα τα σημεία, και γι᾽ αυτό βιάζονταν και χρησιμοποιούσαν κάθε υλικό χωρίς διάκριση. [1.93.3] Ο Θεμιστοκλής, επίσης, έπεισε τους Αθηναίους να συμπληρώσουν τα τείχη του Πειραιά —τα τείχη είχαν αρχίσει τον χρόνο που ήταν πρώτος άρχων της Αθήνας— γιατί θεωρούσε ότι το μέρος ήταν εξαιρετικό με τα τρία φυσικά λιμάνια του και πίστευε ότι, έχοντας ναυτική δύναμη, η Αθήνα ήταν πια σε θέση ν᾽ αποκτήσει μεγάλη ισχύ. [1.93.4] Πρώτος, άλλωστε, τόλμησε να πει ότι έπρεπε στην θάλασσα ν᾽ αναζητήσει η Αθήνα την δύναμή της και πρώτος άρχισε να εργάζεται για να θεμελιώσει την δύναμη αυτή. [1.93.5] Το πάχος του τείχους του Πειραιά το έχτισαν κατά την συμβουλή του Θεμιστοκλή, όπως φαίνεται και σήμερα. Δύο άμαξες από εκείνες που έφερναν τις πέτρες μπορούσαν να διασταυρωθούν. Στο εσωτερικό της τοιχοδομής δεν έβαλαν ούτε λάσπη ούτε χαλίκι, αλλά μόνο μεγάλες, κανονικά πελεκημένες πέτρες συναρμοσμένες μεταξύ τους προς τα έξω με σίδερο και μολύβι. Το ύψος του τείχους έγινε τελικά το μισό εκείνου που είχε σχεδιάσει ο Θεμιστοκλής. [1.93.6] Η σκέψη του ήταν με το πάχος και το ύψος του τείχους ν᾽ αποθαρρύνει κάθε εχθρικό σχέδιο και να μπορούν λίγοι άνδρες, οι λιγότερο χρήσιμοι, να φυλάνε το τείχος, ενώ οι άλλοι θα επάνδρωναν το στόλο. [1.93.7] Όλη του την προσοχή την είχε στρέψει στον στόλο. Έβλεπε, νομίζω, ότι ήταν ευκολότερο για τους Πέρσες να έρχονται από την θάλασσα παρά από στεριά. Πίστευε πως ο Πειραιάς ήταν πολύ πιο χρήσιμος παρά η απάνω πόλη και πολλές φορές έλεγε στους Αθηναίους ότι, αν ποτέ νικηθούν στην στεριά, να κατέβουν στον Πειραιά από όπου, με τον στόλο τους, θα μπορούσαν ν᾽ αντισταθούν σ᾽ οποιονδήποτε. [1.93.8] Έτσι έχτισαν τα τείχη τους οι Αθηναίοι και κατασκεύασαν τα άλλα έργα τους αμέσως μετά την αποχώρηση των Μήδων.
[1.94.1] Η Σπάρτη είχε διορίσει τον Παυσανία του Κλεομβρότου αρχηγό των ελληνικών δυνάμεων. Είχε στις διαταγές του είκοσι πελοποννησιακά καράβια. Τον ακολουθούσαν τριάντα αθηναϊκά καράβια και στρατός από τους άλλους συμμάχους. [1.94.2] Έκαναν εκστρατεία στην Κύπρο όπου υπόταξαν το μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Μετά πήγαν στο Βυζάντιο που το κρατούσαν πάντα οι Πέρσες και το κυρίεψαν ύστερα από πολιορκία, πάντα υπό την ηγεσία του Παυσανία.
[1.95.1] Ο βίαιος τρόπος του είχε αρχίσει να δυσαρεστεί τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους Ίωνες και όσους άλλους είχαν πρόσφατα ελευθερωθεί από τον ζυγό του Βασιλέως. Πήγαιναν στους Αθηναίους και τους ζητούσαν να γίνουν εκείνοι αρχηγοί τους, αφού η καταγωγή τους ήταν κοινή, και να εμποδίζουν τον Παυσανία να ενεργεί αυθαίρετα. [1.95.2] Οι Αθηναίοι δέχτηκαν τις προτάσεις αυτές και πρόσεχαν να μην αφήσουν τον Παυσανία να κάνει ό,τι θέλει και να εκμεταλλεύονται κάθε περίσταση για να κανονίζουν τα ζητήματα προς το δικό τους συμφέρον. [1.95.3] Στο μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι ανακάλεσαν τον Παυσανία για να τον ανακρίνουν για όσα είχαν μάθει. Πολλά του καταμαρτυρούσαν οι Έλληνες που έφταναν στην Σπάρτη, γιατί συμπεριφερόταν περισσότερο σαν τύραννος παρά σαν στρατηγός. [1.95.4] Η ανάκλησή του έτυχε να γίνει την ίδια εποχή που οι άλλοι σύμμαχοι, εκτός από τους Πελοποννησίους, από μίσος προς τον Παυσανία, πήγαν με το μέρος των Αθηναίων. [1.95.5] Όταν έφτασε στη Σπάρτη, του καταλόγισαν ευθύνη για πράξεις εναντίον ιδιωτών, αλλά για την κύρια καταγγελία αθωώθηκε. Τον κατηγορούσαν ότι είχε προδοτικές σχέσεις με τους Πέρσες και σ᾽ αυτό δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. [1.95.6] Δεν τον έστειλαν πάλι αρχηγό κι έστειλαν στην θέση του τον Δόρκη με μερικούς άλλους και με μικρή δύναμη, αλλά επειδή οι σύμμαχοι δεν ήθελαν πια να τους δεχτούν για αρχηγούς, γύρισαν πίσω. [1.95.7] Οι Λακεδαιμόνιοι δεν έστειλαν πια άλλους στρατηγούς από φόβο μη όσοι βγουν από την Σπάρτη διαφθαρούν, όπως έγινε με τον Παυσανία. Ήθελαν επίσης ν᾽ απαλλαγούν από τις ευθύνες του πολέμου εναντίον των Μήδων και θεωρούσαν ότι οι Αθηναίοι, που την εποχή εκείνη ήσαν φίλοι τους, ήσαν ικανοί ν᾽ αναλάβουν την αρχηγία.