ΦΙΛ. Ω καημός, καημός! και τώρα
καθισμένος κάπου σ᾽ ακροθαλασσιά
θα γελά με μένα
παίζοντας στα χέρια του τα τόξα,
τη δική μου του άθλιου τη ζωή,
που ποτέ δεν τ᾽ άγγιξε κανένας.
Ω ακριβή μου αγάπη, τόξο, που με βια
μεσ᾽ απ᾽ τα πιστά μου σ᾽ άρπαξαν τα χέρια!
Αχ! με πόσο θενα βλέπεις πόνο,
1130αν μπορείς να αισθάνεσαι και συ,
του Ηρακλή τον άθλιο κληρονόμο,
που απ᾽ εδώ και μπρος δε θα σε
μεταχειριστεί·
σ᾽ άλλου χέρια τώρα, πολυμήχανου
π᾽ άλλαξες αφέντη, θα δουλεύεις
και τις άτιμες απάτες θεοκατάρατου
μισημένου εχθρού μου βλέπεις
και τα μύρια απ᾽ την αισχρή του την ψυχή
που γεννοβολά κακά για μένα
όσα δε φαντάστηκε κανείς.
1140ΧΟΡ. Πρέπει ένας άντρας βέβαια καθαρά
να λέγει ό,τι πιστεύει για σωστό,
μα όταν το λέει και να μη
σπρώχνει απ᾽ τη γλώσσα του λόγια πικρά,
που μίσος θέλουνε γεννήσει.
Εκείνος ένας από τους πολλούς
ορίστηκε κι από δική τους προσταγή
σε τέλος έφερε δουλειά
που όλους θα να ᾽χει να ωφελήσει.
ΦΙΛ. Ω πουλιά του κυνηγιού
κι ω με τα σπιθάτα μάτια αγρίμια,
που στα κακοτράχαλα βουνά
ζείτε του νησιού,
πια από τη σπηλιά μου δε θα παίρνετε,
σα θα μ᾽ αντικρίζετε, φευγιό,
γιατί αχ τώρα εγώ ο βαριόμοιρος
τις σαΐτες που ήταν πριν η δύναμή μου
1150πια στα χέρια δεν κρατώ·
μ᾽ ανεμπόδιστος κι ελεύτερος για σας
όλος θα ᾽ναι ο τόπος γύρω,
μήτε θα ᾽χετε κανένα φόβο πλιο.
Τρέχτε, τώρα είναι καλά
πίσω το αίμα σας να πάρετε
και το στόμα σας τις σάπιες σάρκες μου
να χορτάσει μια χαρά·
γρήγορα θ᾽ αφήσω τη ζωή, αφού πώς
1160θα ᾽χω τη θροφή μου; ποιός μ᾽ αγέρα ζει
δίχως τίποτα στο χέρι να ᾽χει απ᾽ όσα
στέλλει η μάνα η γη;
ΧΟΡ. Έλα, σ᾽ ορκίζω στους θεούς,
αν κάπως με ψηφάς, έλα κοντά μου,
έτσι καθώς ήρθα κι εγώ
σε σένα μ᾽ όλη την καρδιά μου·
στο χέρι σου είναι, νιώσε το καλά,
ν᾽ απαλλαχτείς από τη μοίρα τη φριχτή,
που όσο καιρό αν τη βόσκεις, δε θα μάθει
τα μύρια να βαστά
που σέρνουνται μαζί της πάθη.
|