Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (1123-1168)


ΦΙ. οἴμοι μοι, καί που πολιᾶς [στρ. β]
πόντου θινὸς ἐφήμενος,
1125γελᾷ μου, χερὶ πάλλων
τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν,
τὰν οὐδείς ποτ᾽ ἐβάστασεν.
ὦ τόξον φίλον, ὦ φίλων
χειρῶν ἐκβεβιασμένον,
1130ἦ που ἐλεινὸν ὁρᾷς, φρένας εἴ τινας
ἔχεις, τὸν Ἡράκλειον
†ἄθλιον† ὧδέ σοι
οὐκέτι χρησόμενον τὸ μεθύστερον
ἄλλου δ᾽ ἐν μεταλλαγᾷ
1135πολυμηχάνου ἀνδρὸς ἐρέσσῃ,
ὁρῶν μὲν αἰσχρὰς ἀπάτας,
στυγνόν τε φῶτ᾽ ἐχθοδοπόν,
μυρία τ᾽ ἀθροῦν ἀνατέλ-
λονθ᾽ ὅσ᾽ ἐφ᾽ ἡμῖν κάκ᾽ ἐμήσαθ᾽ οὗτος.
1140ΧΟ. ἀνδρός τοι τὸ μὲν εὖ δίκαιον εἰπεῖν,
εἰπόντος δὲ μὴ φθονερὰν
ἐξῶσαι γλώσσας ὀδύναν.
κεῖνος δ᾽ εἷς ἀπὸ πολλῶν
ταχθεὶς τοῦτ᾽ ἐφημοσύνᾳ
1145κοινὰν ἤνυσεν ἐς φίλους ἀρωγάν.

ΦΙ. ὦ πταναὶ θῆραι χαροπῶν τ᾽ [ἀντ. β]
ἔθνη θηρῶν, οὓς ὅδ᾽ ἔχει
χῶρος οὐρεσιβώτας,
φυγᾷ μ᾽ οὐκέτ᾽ ἀπ᾽ αὐλίων
1150πελᾶτ᾽· οὐ γὰρ ἔχω χεροῖν
τὰν πρόσθεν βελέων ἀλκάν,
ὦ δύστανος ἐγὼ τανῦν.
ἀλλ᾽ ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται,
οὐκέτι φοβητὸς ὑμῖν,
1155ἕρπετε, νῦν καλὸν
ἀντίφονον κορέσαι στόμα πρὸς χάριν
ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας.
ἀπὸ γὰρ βίον αὐτίκα λείψω·
πόθεν γὰρ ἔσται βιοτά;
1160τίς ὧδ᾽ ἐν αὔραις τρέφεται,
μηκέτι μηδενὸς κρατύ-
νων ὅσα πέμπει βιόδωρος αἶα;
ΧΟ. πρὸς θεῶν, εἴ τι σέβῃ, ξένον πέλασσον,
εὐνοίᾳ πάσᾳ πελάταν·
1165ἀλλὰ γνῶθ᾽, εὖ γνῶθ᾽· ἐπὶ σοὶ
κῆρα τάνδ᾽ ἀποφεύγειν.
οἰκτρὰ γὰρ βόσκειν, ἀδαὴς δ᾽
ἔχειν μυρίον ἄχθος ᾧ ξυνοικεῖ.


ΦΙΛ. Ω καημός, καημός! και τώρα
καθισμένος κάπου σ᾽ ακροθαλασσιά
θα γελά με μένα
παίζοντας στα χέρια του τα τόξα,
τη δική μου του άθλιου τη ζωή,
που ποτέ δεν τ᾽ άγγιξε κανένας.
Ω ακριβή μου αγάπη, τόξο, που με βια
μεσ᾽ απ᾽ τα πιστά μου σ᾽ άρπαξαν τα χέρια!
Αχ! με πόσο θενα βλέπεις πόνο,
1130αν μπορείς να αισθάνεσαι και συ,
του Ηρακλή τον άθλιο κληρονόμο,
που απ᾽ εδώ και μπρος δε θα σε
μεταχειριστεί·
σ᾽ άλλου χέρια τώρα, πολυμήχανου
π᾽ άλλαξες αφέντη, θα δουλεύεις
και τις άτιμες απάτες θεοκατάρατου
μισημένου εχθρού μου βλέπεις
και τα μύρια απ᾽ την αισχρή του την ψυχή
που γεννοβολά κακά για μένα
όσα δε φαντάστηκε κανείς.
1140ΧΟΡ. Πρέπει ένας άντρας βέβαια καθαρά
να λέγει ό,τι πιστεύει για σωστό,
μα όταν το λέει και να μη
σπρώχνει απ᾽ τη γλώσσα του λόγια πικρά,
που μίσος θέλουνε γεννήσει.
Εκείνος ένας από τους πολλούς
ορίστηκε κι από δική τους προσταγή
σε τέλος έφερε δουλειά
που όλους θα να ᾽χει να ωφελήσει.

ΦΙΛ. Ω πουλιά του κυνηγιού
κι ω με τα σπιθάτα μάτια αγρίμια,
που στα κακοτράχαλα βουνά
ζείτε του νησιού,
πια από τη σπηλιά μου δε θα παίρνετε,
σα θα μ᾽ αντικρίζετε, φευγιό,
γιατί αχ τώρα εγώ ο βαριόμοιρος
τις σαΐτες που ήταν πριν η δύναμή μου
1150πια στα χέρια δεν κρατώ·
μ᾽ ανεμπόδιστος κι ελεύτερος για σας
όλος θα ᾽ναι ο τόπος γύρω,
μήτε θα ᾽χετε κανένα φόβο πλιο.
Τρέχτε, τώρα είναι καλά
πίσω το αίμα σας να πάρετε
και το στόμα σας τις σάπιες σάρκες μου
να χορτάσει μια χαρά·
γρήγορα θ᾽ αφήσω τη ζωή, αφού πώς
1160θα ᾽χω τη θροφή μου; ποιός μ᾽ αγέρα ζει
δίχως τίποτα στο χέρι να ᾽χει απ᾽ όσα
στέλλει η μάνα η γη;
ΧΟΡ. Έλα, σ᾽ ορκίζω στους θεούς,
αν κάπως με ψηφάς, έλα κοντά μου,
έτσι καθώς ήρθα κι εγώ
σε σένα μ᾽ όλη την καρδιά μου·
στο χέρι σου είναι, νιώσε το καλά,
ν᾽ απαλλαχτείς από τη μοίρα τη φριχτή,
που όσο καιρό αν τη βόσκεις, δε θα μάθει
τα μύρια να βαστά
που σέρνουνται μαζί της πάθη.