ΠΕΜΠΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Ερχόμαστε κι οι δυο μαζί, ω προεστοί της Θήβας,
κι ο ένας βλέπει για τους δυο. Γιατί με οδηγό μόνο
990ξέρει ο τυφλός να περπατά.
(Έρχεται ο Κρέων)
ΚΡΕ. Τί τρέχει, Τειρεσία;
ΤΕΙ. Εγώ τώρα θα σου το πω. Κι εσύ άκουσε τον μάντη.
ΚΡΕ. Έμεινα πάντα σύφωνος με τη δική σου γνώμη.
ΤΕΙ. Γι᾽ αυτό καλά εσύ κυβερνάς αυτήν την πολιτεία.
ΚΡΕ. Πως πάντοτε μ᾽ ωφέλησες έχω να μαρτυρήσω.
ΤΕΙ. (δυνατά)
Σκέψου πως τώρα περπατάς απάνω σε ξουράφι.
ΚΡΕ. (φοβισμένος)
Τί τρέχει; ξέρεις πως εγώ το στόμα σου το τρέμω.
ΤΕΙ. Τώρα θα δεις, ακούγοντας της τέχνης μου σημεία.
Άμα λοιπόν εκάθισα στον μαντικό μου θρόνο,
1000εκεί οπού κάθε λογής όρνια ήταν μαζεμένα,
γροικώ μιαν άγνωστη φωνή πουλιών, οπού φωνάζαν
αγριεμένα, δυνατά, κι αμέσως εγώ νιώθω
πως αλληλοσπαράζουνταν με ματωμένα νύχια·
γιατί κι ο κρότος των φτερών αυτό μου ᾽δειχνε βέβαια.
Φοβήθηκα λοιπόν, κι ευτύς πιάνω πυρομαντεία
πάνω σ᾽ ολάναφτους βωμούς. Όμως κι εδώ η φλόγα
δεν έλαμπε απ᾽ τα θύματα· μα των μεριών το πάχος,
οπού έλιωνε σιγά σιγά, εστράγγιζε στη στάχτη,
1010και κάπνιζε, και σφύριζε· κι έτσι οι χολές σκορπούσαν
και τα μεριά εμένανε από το πάχος χώρια.
Απ᾽ το παιδί λοιπόν αυτό εμάθαινα εγώ τέτοια,
μιανής θυσίας ανώφελης κακόφερτα σημάδια.
Σε μένα είν᾽ οδηγός αυτός, μα εγώ πάλι στους άλλους.
Κι απ᾽ τη δική σου θέλησην αυτά λοιπόν μας ήρθαν.
Γιατί οι βωμοί κι οι πυροστιές γιομίσανε κομμάτια,
που τα πουλιά και τα σκυλιά τα φέρανε εκεί πέρα,
από τον γιο του Οιδίποδα, τον δόλιο Πολυνείκη.
Τώρα οι θεοί δεν δέχονται μηδέ την προσευχή μας,
1020μηδέ τη φλόγα των θυσιών, και των μεριών την κνίσα·
και δεν ακούγεται πουλί καλή φωνή να βγάζει,
αφού το αίμα γεύτηκεν ανθρώπου σκοτωμένου.
Αυτά, παιδί μου, σκέψου τα· να κάμει κανείς λάθος,
είν᾽ ένα πράμα που θα βρεις και σ᾽ όλους τους ανθρώπους.
Αλλ᾽ όποιος αφού λαθευτεί, έπειτα το διορθώνει
και δεν είναι αμετάπειστος, αφού σ᾽ άδικο πέσει,
αυτός ούτ᾽ ασυλλόγιστος ούτ᾽ άτυχος δεν είναι.
Γιατί το πείσμα το πολύ τον άνθρωπο τυφλώνει.
Μα στον νεκρό υποχώρησε, και μη κτυπάς κουφάρια.
1030Τον πεθαμένο, τί αντρειά να τον ξανασκοτώνεις;
Αυτά σ᾽ τα λέγω σαν καλά, που θέλω το καλό σου.
Κι είναι γλυκές οι συμβουλές οπού μας φέρνουν κέρδος.
|