ΗΡΑ. Εκεί λοιπόν πρέπει να με σηκώσεις
και να με πας με τα δικά σου χέρια
και μαζί μ᾽ όποιους φίλους σου θελήσεις·
κι αφού άφθονη ξυλεία πελεκήσεις
βαθύρριζης βαλανιδιάς και κόψεις
μαζί και σκληρές αγριλιές, να βάλεις
απάνω το κορμί μου και ν᾽ ανάψεις
την πυρά με φωτιά πεύκινης δάδας,
δίχως να κλάψεις και να χύσεις δάκρυ,
1200μα αστέναχτος κι αδάκρυτος, αν είσαι
δικός μου γιος, αυτά που λέω να κάμεις·
αλλιώς και κάτω από τη γη που θα ᾽μαι
θα σε βαραίνει αιώνια η κάταρά μου.
ΥΛΛ. Οϊμένα, τί ᾽πες; τί ᾽ναι αυτό, πατέρα,
που μὄχεις κάμει; ΗΡΑ. Σού ειπ᾽ αυτά που πρέπει
να κάμεις· ειδεμή, όποιον άλλο θέλεις
έχε πατέρα, και να μη σε λένε
δικό μου πια. ΥΛΛ. Οϊμένα μου και πάλι·
τί μου ζητάς, πατέρα μου; να γίνω
φονιάς θεοκατάρατος δικός σου;
ΗΡΑ. Καθόλου, μα σωτήρας μου και μόνος
γιατρός μου απ᾽ τα μαρτύρια πὄχω.
ΥΛΛ. Και πώς, καίοντας το σώμα, θα μπορούσε
1210να σε γιατρέψω; ΗΡΑ. Αλλ᾽ αν σ᾽ αυτό έχεις φόβο,
κάμε τ᾽ άλλα τουλάχιστο. ΥΛΛ. Για να σε πάω
εκεί που θες, δε θ᾽ αρνηθώ καθόλου.
ΗΡΑ. Ούτε και να σωριάσεις, καθώς σού ειπα,
τα ξύλα της πυράς μου; ΥΛΛ. Φτάνει μόνο
να μη γγίξω το χέρι μου εγώ ο ίδιος,
όλα τ᾽ άλλα θα κάμω κι ως για μένα
παράπονο δε θα ᾽χεις. ΗΡΑ. Μα και τόσο
θα ᾽ναι αρκετό· μονάχα μιαν ακόμα
πρόστεσε μικρή χάρη στις μεγάλες
που μου ᾽καμες τις άλλες. ΥΛΛ. Όποια και να ᾽ναι,
κι η πιο μεγάλη ακόμα, θενα γίνει.
ΗΡΑ. Ξέρεις την κόρη βέβαια του Ευρύτου —
1220ΥΛΛ. Λες την Ιόλη, καθώς υποθέτω.
ΗΡΑ. Αυτήν. Λοιπόν, νά τί σου παραγγέλλω,
παιδί μου: Αφού πεθάνω εγώ, αν θέλεις
να ᾽σαι ευσεβής, θυμάμενος τους όρκους
που έδωσες στον πατέρα σου, να πάρεις
την κόρη αυτή γυναίκα σου· και κοίτα
να μη μου παρακούσεις· κανείς άλλος
στον κόσμο, έξω από σένα, μην την πάρει
αυτήν, πὄχει πλαγιάσει στο πλευρό μου,
μα μόνο εσύ το γάμο αυτό να κάμεις.
Μη μου τ᾽ αρνιέσαι· γιατ᾽ ενώ σε τόσα
μου υπάκουσες μεγάλα, αν παρακούσεις
στα μικρά, θενα κάμεις κι όλ᾽ η χάρη,
που κέρδισες πρώτα, να πάει χαμένη.
ΥΛΛ. Αλίμονο, κακό ειναι να θυμώνει
1230μ᾽ ένα άρρωστο κανείς, μα και ποιός πάλι
θα υπόφερε να βλέπει να ᾽χει τέτοιες
στο νου του ιδέες; ΗΡΑ. Μιλάς σαν να μην το ᾽χεις
διάθεση να κάμεις τίποτα
απ᾽ όσα λέω. ΥΛΛ. Γιατί, ποιός θα μπορούσε
εκείνη που ᾽ναι η καταμόνη αιτία
να σκοτωθεί η μητέρα μου, και να ᾽σαι
και συ σ᾽ αυτή την κατάσταση πού εισαι,
ποιός ποτέ θα μπορούσε, εκτός αν έχει
βλαμμένο απ᾽ τα δαιμόνια το νου του,
να την πάρει γυναίκα του; μα κάλλιο
να πέθαινα, πατέρα μου, κι εγώ,
παρά να ζω κάτω απ᾽ την ίδια στέγη
μαζί με τους χειρότερους εχθρούς μου.
|