ΗΛΕ. Ω λείψανο του πιο μου αγαπημένου
απ᾽ τους ανθρώπους και το μόνο τώρα
που μ᾽ απομένει απ᾽ τη ζωή σου, Ορέστη·
πώς, παρά κάθ᾽ ελπίδα μου, όχι όπως
σ᾽ έστελνα σε υποδέχομαι, μα τώρα
ό,τι κρατώ στα χέρια, τίποτα είναι,
ενώ σαν άστρο μού έλαμπες, παιδί μου,
1130σα σ᾽ έστελνα μακριά απ᾽ αυτά τα σπίτια·
άμποτε να ᾽χα εγώ πεθάνει πρώτα,
πρι σε στείλω στα ξένα, πρι σε κλέψω
με τα χέρια μου αυτά, για να σε σώσω
από το φόνο· γιατί θα ᾽χες πέσει
και συ νεκρός εκείνη την ημέρα
και θα ᾽βρισκες μέρος και συ στον ίδιο
τον τάφο του πατέρα σου, ενώ τώρα
μακριά απ᾽ το σπίτι σου κι εξόριστος
σ᾽ άλλη χώρα, κακό θάνατο βρήκες·
κι ουδ᾽ είχες καν την αδερφή σου εμένα
να λούσει και να σου νεκροστολίσει
το κορμί με τα χέρια της και απάνω
απ᾽ την πυρά το πένθιμό σου βάρος,
1140όπως χρωστούσε, να μαζέψει η δόλια.
Μ᾽ αφού από χέρια ξένων, άμοιρε,
κηδεύτηκες, μας έρχεσαι μια φούχτα
στάχτη, σ᾽ ένα μικρό λεβέτι μέσα·
αλίμον᾽ όλες οι ανωφέλευτες
εκείνες μου οι παλιές για σε φροντίδες,
κι η κούραση η γλυκιά να σ᾽ αναθρέψω·
γιατί ουδέ της μητέρας σου δεν ήσουν
πιότερο η αγάπη παρά και δική μου
κι ούτ᾽ άλλου μες στο σπίτι, μα εγώ πάντα
άκουα από σένα κι αδερφή και βάγια.
Τώρ᾽ αυτά τέλειωσαν μες σε μια μέρα
1150που πέθανες εσύ κι όλα σαν μπόρα
μαζί σου τα παράσυρες και πήγες·
πάει ο πατέρας, πέθανα κι εγώ
για σένα, ο ίδιος πας και πας χαμένος,
γελούν οι εχθροί, τα ᾽χασε απ᾽ τη χαρά της
η κακομάνα η μάνα μας, που τόσες
φορές μού μήνυσες κρυφά πως θά ᾽ρθεις
να την εκδικηθείς· μα νά, τα πήρε
όλ᾽ αυτά ο δαίμονας της δυστυχίας
εμάς των δυο, που μου έστειλ᾽ έτσι, αντίς σου
τη μυριοπόθητη μορφή, μια στάχτη
1160και μια κούφια σκιά· ω αλίμονό μου!
Ω κακορίζικο κορμί, οϊμέ,
ω η άραχλη κι ασβολερή, αλί,
στράτα που πήρες και με θανατώνεις
και μένα! Ναι, με σκότωσες, καλέ μου,
μυριάκριβ᾽ αδερφέ μου· λοιπόν δέξου
και μένα στο στερνό σου αυτό το σπίτι,
το τίποτα στο τίποτα, για πάντα
κάτω στη γη να κατοικώ μαζί σου.
Γιατί όπως και σαν ήσουν εδώ πάνω
την τύχη σου είχα κάμει και δική μου,
έτσι ποθώ και τώρα, αφού πεθάνω,
να μη μου λείψει απ᾽ το δικό σου τάφο
το μέρος μου και μένα· γιατί βλέπω
1170πως μόνον οι νεκροί δεν υποφέρουν.
ΧΟΡ. Από θνητό γεννήθηκες πατέρα,
σκέψου το, Ηλέκτρα, και θνητός κι ο Ορέστης·
δεν ωφελούν οι άμετροι θρήνοι· αυτό
θα το πληρώσομε όλοι μας το χρέος.
|