ΧΟ. Φτάνει όπου να ᾽ναι η ώρα μεγάλης διαμάχης,
γι᾽ αυτό, όσο γίνεται πιο γρήγορα, άνοιξε βήμα, Τεύκρο,
ψάξε γι᾽ αυτόν τάφρο βαθύ, όπου, στο σκοτεινό του
κοίλωμα, τον τάφο του αυτός θα βρει,
να τον θυμούνται όλοι.
ΤΕΥ. Μα νά, στην ώρα φτάνουν ο γιος του κι η γυναίκα του,
1170για να φροντίσουν την ταφή του δύσμοιρου νεκρού.
Πλησίασε, αγόρι μου, στάσου κοντά, ακούμπησε
ικετεύοντας το σώμα του πατέρα που σ᾽ έφερε στον κόσμο.
Γονάτισε προσπέφτοντας, στα χέρια σου κρατώντας
τρεις πλεξούδες· τη δική μου, αυτής εδώ και τη δική σου
—της ικεσίας θησαυρό. Κι αν κάποιος του στρατού τολμήσει
να σ᾽ αποσπάσει βίαια απ᾽ τον νεκρό πατέρα σου,
κακήν κακώς άταφος να ξεπέσει, έξω από την πατρίδα του,
κι όλη η γενιά του σύρριζα να κοπεί, έτσι όπως κόβω τώρα
εγώ αυτή μου την πλεξούδα.
1180Πάρ᾽ την, παιδί μου, κράτα την γερά, κανείς
να μην σε ξεκουνήσει, σκύψε και μείνε εκεί.
Κι εσείς παρασταθείτε, σαν άντρες, όχι σαν γυναίκες,
υπερασπιστές του, ωσότου εγώ ξαναγυρίσω,
εξασφαλίζοντας πρώτα τον τάφο του, όποιος
κι αν πάει να μ᾽ εμποδίσει.
|