ΠΑΛ. Κι αν πάω πρώτα μ᾽ εσάς ξερνοβολώντας,
1080σε τί χάλια θα φτάσω στην κοπέλα;
Γ’ ΓΡ. Λογαριασμός δικός σου. Έχουμ᾽ εμείς
την πρωτιά. ΠΑΛ. Κι από ποιάνε σας θ᾽ αρχίσω
να χαϊνταντίζω, να ξεχρεωθώ;
Γ’ ΓΡ. Δεν ξέρεις; Από μένα! ΠΑΛ. Δε μ᾽ αφήνει
ετούτη. Β’ ΓΡ. Φυσικά, δεν τον αφήνω!
Γ’ ΓΡ. Ούτε κι εγώ! ΠΑΛ. Μωρέ, παλιοβαρκάρισσες!
Β’ ΓΡ. Γιατί; ΠΑΛ. Γιατί τραβώντας δώθε-κείθε
τους ταξιδιώτες, τους ξεκατινιάζετε!
Γ’ ΓΡ. Λίγα λόγια! Έλα δω! Β’ ΓΡ. Μ᾽ εμένα θά ᾽ρτει.
ΠΑΛ. Κατά το νόμο χωριστά δικάζονται
1090οι συνένοχοι. Πώς εγώ θα λάμνω
μ᾽ ένα κουπί δυο βάρκες; Γ’ ΓΡ. Μια χαρά.
Να φας βορβούς ένα τσουκάλι, αμέσως
θα καρδαμώσεις. ΠΑΛ. Βάι, μανούλα μ᾽, χάθηκα!
Στην πόρτα τους μπροστά με φέραν σούρνοντας.
Β’ ΓΡ. (στην τρίτη γριά που κάνει να μπει πρώτη)
Όχι δα! Μοναχή σου δεν περνάς!
Θα μπω κι εγώ μαζί σου πηδηχτά.
ΠΑΛ. Θε μου, φύλαττε! Κάλλιο μια πανούκλα
παρά δυο! Γ’ ΓΡ. Δε ρωτιέσαι, θες δε θες!
ΠΑΛ. Αλιά μου, τρισαλιά, με το στανιό
με βάζουν να δουλέψω μια παλιόγρια
κι ολάκερο μερόνυχτο και μόλις
1100την ξεμπερδέψω, φτου κι απ᾽ την αρχή
μιαν άλλη, σκιάχτρο, με ξεχειλωμένα
τα παραμάγουλα. Μά το Δία το Σώστη,
άλλος δεν είναι πιο κακότυχός μου,
με τέτοια αγρίμια θα θαλασσοδέρνω.
Κι άμα πάθω πολλά κι απανωτά,
απ᾽ αυτές τις λυσσάρες παλιοσκρόφες
θάψετέ με στου κόρφου την μπασιά
κι αυτή εδώ
(δείχνει την Γ’ Γριά)
γυμνήν να την αλείψετε
κατράμι και τα πόδια της τα δυο
1110με μολύβι ως τα κότσια γύρω γύρω
να τα σφίξετε κι ύστερα ολοζώντανη
στυλώστε την απάνου στο μνημούρι μου,
τη νεκρική να παρασταίν᾽ υδρία.
ΧΟΡΟΣ
(Ο Χορός χορεύει.)
|