Από το σύδεντρο βγαίνει ο Πισθέταιρος και απευθύνεται στο Χορό.
ΠΙΣ. Πουλιά, τα σφάγια καλοσήμαδα είναι.
Μα απ᾽ τα τείχη κανείς μαντατοφόρος,
1120να μάθουμε τί γίνεται εκεί κάτω.
Αλλά ένας νά, που τρέχει αγκομαχώντας.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Πού, πού ᾽ναι, πού πού πού ᾽ναι, πού ᾽ναι, πού ᾽ναι
ο αφέντης ο Πισθέταιρος; ΠΙΣ. Εδώ ᾽μαι.
Α’ ΜΑ. Σου χτίστηκε το τείχος όλο. ΠΙΣ. Μπράβο.
Α’ ΜΑ. Ωραίο και μεγαλόπρεπο έργο· τόσο
πλατύ, που να μπορούνε να περάσουν
απάνω του, πλάι πλάι, με αμάξια που άτια
τα σέρνουν όσος είν᾽ ο δούρειος ίππος,
αντικριστά, δυο... ψεύτες. ΠΙΣ. Ηρακλή μου!
1130Α’ ΜΑ. Και το ύψος του εκατό είν᾽ οργιές· ναι, ο ίδιος
το ᾽χω μετρήσει. ΠΙΣ. Ω Ποσειδώνα, τί ύψος!
Ποιοί το ᾽χτισαν, τόσο τεράστιο τείχος!
Α’ ΜΑ. Πουλιά, κανένας άλλος, ούτε χτίστης
ούτε πετράς ή Αιγύπτιος πλιθοφόρος·
μόνο πουλιά, που σάστισα. Ήρθαν τριάντα
χιλιάδες γερανοί από τη Λιβύη
με πέτρες στην κοιλιά τους για θεμέλια·
κι οι ορτυκοσούρτες σπούσανε τις πέτρες
με τα ραμφιά. Δέκα χιλιάδες πάλι
λελέκια έφτιαναν πλίθους· κι από κάτω,
πουλιά των ποταμών, τα βροχοπούλια
1140κι άλλα, νερό στα ουράνια κουβαλούσαν.
ΠΙΣ. Και πηλό ποιοί τους φέρνανε; Α’ ΜΑ. Οι τσικνιάδες,
με πηλοφόρια. ΠΙΣ. Ποιοί τον βάζαν μέσα;
Α’ ΜΑ. Αφέντη, αυτό ηταν η σπουδαία ξυπνάδα·
τα πόδια οι χήνες έχωναν σα φτυάρια
κι έριχναν τον πηλό στα πηλοφόρια.
ΠΙΣ. Τα πόδια, αλήθεια, τί δεν καταφέρνουν;
Α’ ΜΑ. Οι πάπιες, με ποδιές, τους κουβαλούσαν
τους πλίθους· και πετούσαν εκεί πάνω
1150τα χελιδόνια, σαν πουργοί, κρατώντας
μυστρί στην πλάτη και πηλό στο στόμα.
ΠΙΣ. Γιατί λοιπόν κανένας να πληρώνει
μεροκάματα; Ποιοί όμως φτιάσαν, πες μου,
του τείχους το ξυλόδεμα; Α’ ΜΑ. Πουλιά·
οι πελεκάνοι, μαραγκοί παράξιοι·
με τα ράμφη πελέκησαν τις πύλες,
κι ακούονταν οι χτυπιές, σαν πελεκούσαν,
λες και ήταν ναυπηγείο. Με καστροπόρτια
όλα κλειστά είναι τώρα, αμπαρωμένα
και καλοφυλαγμένα γύρω γύρω·
1160περίπολα έχουν βάλει με κουδούνια,
βάρδιες παντού, πυρσούς στα καστροπύργια
για τα σινιάλα. Τώρα εγώ θα φύγω,
πάω να πλυθώ, και γνοιάσου εσύ για τ᾽ άλλα.
Φεύγει. Το πρόσωπο του Πισθέταιρου εκφράζει κατάπληξη.
|