Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ὄρνιθες (1118-1163)


ΠΙ. τὰ μὲν ἱέρ᾽ ἡμῖν ἐστιν, ὦρνιθες, καλά.
ἀλλ᾽ ὡς ἀπὸ τοῦ τείχους πάρεστιν ἄγγελος
1120οὐδείς, ὅτου πευσόμεθα τἀκεῖ πράγματα.
ἀλλ᾽ οὑτοσὶ τρέχει τις Ἀλφειὸν πνέων.
ΑΓΓΕΛΟΣ Α’
ποῦ ποῦ ᾽στι, ποῦ ποῦ ποῦ ᾽στι, ποῦ ποῦ ποῦ ᾽στι, ποῦ,
ποῦ Πισθέταιρός ἐστιν ἅρχων; ΠΙ. οὑτοσί.
ΑΓ. Α’ ἐξῳκοδόμηταί σοι τὸ τεῖχος. ΠΙ. εὖ λέγεις.
1125ΑΓ. Α’ κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον·
ὥστ᾽ ἂν ἐπάνω μὲν Προξενίδης ὁ Κομπασεὺς
καὶ Θεογένης ἐναντίω δύ᾽ ἅρματε,
ἵππων ὑπόντων μέγεθος ὅσον ὁ δούριος,
ὑπὸ τοῦ πλάτους ἂν παρελασαίτην. ΠΙ. Ἡράκλεις.
1130ΑΓ. Α’ τὸ δὲ μῆκός ἐστι, καὶ γὰρ ἐμέτρησ᾽ αὔτ᾽ ἐγώ,
ἑκατοντορόγυιον. ΠΙ. ὦ Πόσειδον, τοῦ μάκρους.
τίνες ᾠκοδόμησαν αὐτὸ τηλικουτονί;
ΑΓ. Α’ ὄρνιθες, οὐδεὶς ἄλλος, οὐκ Αἰγύπτιος
πλινθοφόρος, οὐ λιθουργός, οὐ τέκτων παρῆν,
1135ἀλλ᾽ αὐτόχειρες, ὥστε θαυμάζειν ἐμέ.
ἐκ μέν γε Λιβύης ἧκον ὡς τρισμύριαι
γέρανοι θεμελίους καταπεπωκυῖαι λίθους·
τούτους δ᾽ ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσιν.
ἕτεροι δ᾽ ἐπλινθούργουν πελαργοὶ μύριοι·
1140ὕδωρ δ᾽ ἐφόρουν κάτωθεν εἰς τὸν ἀέρα
οἱ χαραδριοὶ καὶ τἄλλα ποτάμι᾽ ὄρνεα.
ΠΙ. ἐπηλοφόρουν δ᾽ αὐτοῖσι τίνες; ΑΓ. Α’ ἐρῳδιοὶ
λεκάναισι. ΠΙ. τὸν δὲ πηλὸν ἐνεβάλλοντο πῶς;
ΑΓ. Α’ τοῦτ᾽, ὦγάθ᾽, ἐξηύρητο καὶ σοφώτατα·
1145οἱ χῆνες ὑποτύπτοντες ὥσπερ ταῖς ἄμαις
εἰς τὰς λεκάνας ἐνέβαλλον αὐτὸν τοῖν ποδοῖν.
ΠΙ. τί δῆτα πόδες ἂν οὐκ ἂν ἐργασαίατο;
ΑΓ. Α’ καὶ νὴ Δί᾽ αἱ νῆτταί γε περιεζωσμέναι
ἐπλινθοφόρουν· ἄνω δὲ τὸν ὑπαγωγέα
1150ἐπέτοντ᾽ ἔχουσαι κατόπιν ὥσπερ παιδία,
τὸν πηλὸν ἐν τοῖς στόμασιν αἱ χελιδόνες.
ΠΙ. τί δῆτα μισθωτοὺς ἂν ἔτι μισθοῖτό τις;
φέρ᾽ ἴδω, τί δαί; τὰ ξύλινα τοῦ τείχους τίνες
ἀπηργάσαντ᾽; ΑΓ. Α’ ὄρνιθες ἦσαν τέκτονες
1155σοφώτατοι πελεκᾶντες, οἳ τοῖς ῥύγχεσιν
ἀπεπελέκησαν τὰς πύλας· ἦν δ᾽ ὁ κτύπος
αὐτῶν πελεκώντων ὥσπερ ἐν ναυπηγίῳ.
καὶ νῦν ἅπαντ᾽ ἐκεῖνα πεπύλωται πύλαις
καὶ βεβαλάνωται καὶ φυλάττεται κύκλῳ,
1160ἐφοδεύεται, κωδωνοφορεῖται, πανταχῇ
φυλακαὶ καθεστήκασι καὶ φρυκτωρίαι
ἐν τοῖσι πύργοις. ἀλλ᾽ ἐγὼ μὲν ἀποτρέχων
ἀπονίψομαι· σὺ δ᾽ αὐτὸς ἤδη τἄλλα δρᾶ.


Από το σύδεντρο βγαίνει ο Πισθέταιρος και απευθύνεται στο Χορό.
ΠΙΣ. Πουλιά, τα σφάγια καλοσήμαδα είναι.
Μα απ᾽ τα τείχη κανείς μαντατοφόρος,
1120να μάθουμε τί γίνεται εκεί κάτω.
Αλλά ένας νά, που τρέχει αγκομαχώντας.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΜΑΝΤΑΤΟΦΟΡΟΣ
Πού, πού ᾽ναι, πού πού πού ᾽ναι, πού ᾽ναι, πού ᾽ναι
ο αφέντης ο Πισθέταιρος; ΠΙΣ. Εδώ ᾽μαι.
Α’ ΜΑ. Σου χτίστηκε το τείχος όλο. ΠΙΣ. Μπράβο.
Α’ ΜΑ. Ωραίο και μεγαλόπρεπο έργο· τόσο
πλατύ, που να μπορούνε να περάσουν
απάνω του, πλάι πλάι, με αμάξια που άτια
τα σέρνουν όσος είν᾽ ο δούρειος ίππος,
αντικριστά, δυο... ψεύτες. ΠΙΣ. Ηρακλή μου!
1130Α’ ΜΑ. Και το ύψος του εκατό είν᾽ οργιές· ναι, ο ίδιος
το ᾽χω μετρήσει. ΠΙΣ. Ω Ποσειδώνα, τί ύψος!
Ποιοί το ᾽χτισαν, τόσο τεράστιο τείχος!
Α’ ΜΑ. Πουλιά, κανένας άλλος, ούτε χτίστης
ούτε πετράς ή Αιγύπτιος πλιθοφόρος·
μόνο πουλιά, που σάστισα. Ήρθαν τριάντα
χιλιάδες γερανοί από τη Λιβύη
με πέτρες στην κοιλιά τους για θεμέλια·
κι οι ορτυκοσούρτες σπούσανε τις πέτρες
με τα ραμφιά. Δέκα χιλιάδες πάλι
λελέκια έφτιαναν πλίθους· κι από κάτω,
πουλιά των ποταμών, τα βροχοπούλια
1140κι άλλα, νερό στα ουράνια κουβαλούσαν.
ΠΙΣ. Και πηλό ποιοί τους φέρνανε; Α’ ΜΑ. Οι τσικνιάδες,
με πηλοφόρια. ΠΙΣ. Ποιοί τον βάζαν μέσα;
Α’ ΜΑ. Αφέντη, αυτό ηταν η σπουδαία ξυπνάδα·
τα πόδια οι χήνες έχωναν σα φτυάρια
κι έριχναν τον πηλό στα πηλοφόρια.
ΠΙΣ. Τα πόδια, αλήθεια, τί δεν καταφέρνουν;
Α’ ΜΑ. Οι πάπιες, με ποδιές, τους κουβαλούσαν
τους πλίθους· και πετούσαν εκεί πάνω
1150τα χελιδόνια, σαν πουργοί, κρατώντας
μυστρί στην πλάτη και πηλό στο στόμα.
ΠΙΣ. Γιατί λοιπόν κανένας να πληρώνει
μεροκάματα; Ποιοί όμως φτιάσαν, πες μου,
του τείχους το ξυλόδεμα; Α’ ΜΑ. Πουλιά·
οι πελεκάνοι, μαραγκοί παράξιοι·
με τα ράμφη πελέκησαν τις πύλες,
κι ακούονταν οι χτυπιές, σαν πελεκούσαν,
λες και ήταν ναυπηγείο. Με καστροπόρτια
όλα κλειστά είναι τώρα, αμπαρωμένα
και καλοφυλαγμένα γύρω γύρω·
1160περίπολα έχουν βάλει με κουδούνια,
βάρδιες παντού, πυρσούς στα καστροπύργια
για τα σινιάλα. Τώρα εγώ θα φύγω,
πάω να πλυθώ, και γνοιάσου εσύ για τ᾽ άλλα.
Φεύγει. Το πρόσωπο του Πισθέταιρου εκφράζει κατάπληξη.