Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (14.1-14.38)


14. ΚΥΝΙΣΚΑΣ ΕΡΩΣ Ή ΑΙΣΧΙΝΑΣ ΚΑΙ ΘΥΩΝΙΧΟΣ


ΑΙΣΧΙΝΑΣ
Χαίρειν πολλὰ τὸν ἄνδρα Θυώνιχον. ΘΥΩΝΙΧΟΣ. ἄλλα τοιαῦτα
Αἰσχίνᾳ. ΑΙ. ὡς χρόνιος. ΘΥ. χρόνιος; τί δέ τοι τὸ μέλημα;
ΑΙ. πράσσομες οὐχ ὡς λῷστα, Θυώνιχε. ΘΥ. ταῦτ᾽ ἄρα λεπτός,
χὠ μύσταξ πολὺς οὗτος, ἀυσταλέοι δὲ κίκιννοι.
5 τοιοῦτος πρώαν τις ἀφίκετο Πυθαγορικτάς,
ὠχρὸς κἀνυπόδητος· Ἀθαναῖος δ᾽ ἔφατ᾽ ἦμεν.
ἤρατο μὰν καὶ τῆνος, ἐμὶν δοκεῖ, ὀπτῶ ἀλεύρω.
ΑΙ. παίσδεις, ὠγάθ᾽, ἔχων· ἐμὲ δ᾽ ἁ χαρίεσσα Κυνίσκα
ὑβρίσδει· λασῶ δὲ μανείς ποκα, θρὶξ ἀνὰ μέσσον.
10 ΘΥ. τοιοῦτος μὲν ἀεὶ τύ, φίλ᾽ Αἰσχίνα, ἁσυχᾷ ὀξύς,
πάντ᾽ ἐθέλων κατὰ καιρόν· ὅμως δ᾽ εἶπον τί τὸ καινόν.
ΑΙ. Ὡργεῖος κἠγὼν καὶ ὁ Θεσσαλὸς ἱπποδιώκτας
Ἆγις καὶ Κλεύνικος ἐπίνομες ὁ στρατιώτας
ἐν χώρῳ παρ᾽ ἐμίν. δύο μὲν κατέκοψα νεοσσώς
15 θηλάζοντά τε χοῖρον, ἀνῷξα δὲ Βίβλινον αὐτοῖς
εὐώδη τετόρων ἐτέων σχεδὸν ὡς ἀπὸ λανῶ·
βολβός τις, κοχλίας, ἐξαιρέθη· ἦς πότος ἁδύς.
ἤδη δὲ προϊόντος ἔδοξ᾽ ἐπιχεῖσθαι ἄκρατον
ὧτινος ἤθελ᾽ ἕκαστος· ἔδει μόνον ὧτινος εἰπεῖν.
20 ἁμὲς μὲν φωνεῦντες ἐπίνομες, ὡς ἐδέδοκτο·
ἃ δ᾽ οὐδὲν παρεόντος ἐμεῦ. τίν᾽ ἔχειν με δοκεῖς νῶν;
«οὐ φθεγξῇ; λύκον εἶδες;» ἔπαιξέ τις. «ὡς σοφός» εἶπεν,
κἠφλέγετ᾽· εὐμαρέως κεν ἀπ᾽ αὐτᾶς καὶ λύχνον ἇψας.
ἔστι Λύκος, Λύκος ἐστί, Λάβα τῶ γείτονος υἱός,
25 εὐμάκης, ἁπαλός, πολλοῖς δοκέων καλὸς ἦμεν·
τούτω τὸν κλύμενον κατεφρύγετο τῆνον ἔρωτα.
χἀμῖν τοῦτο δι᾽ ὠτὸς ἔγεντό ποχ᾽ ἁσυχᾷ οὕτως·
οὐ μὰν ἐξήταξα, μάταν εἰς ἄνδρα γενειῶν.
ἤδη δ᾽ ὦν πόσιος τοὶ τέσσαρες ἐν βάθει ἦμες,
30 χὠ Λαρισαῖος «τὸν ἐμὸν Λύκον» ᾆδεν ἀπ᾽ ἀρχᾶς,
Θεσσαλικόν τι μέλισμα, κακαὶ φρένες· ἁ δὲ Κυνίσκα
ἔκλαεν ἐξαπίνας θαλερώτερον ἢ παρὰ ματρί
παρθένος ἑξαετὴς κόλπω ἐπιθυμήσασα.
τᾶμος ἐγώ, τὸν ἴσαις τύ, Θυώνιχε, πὺξ ἐπὶ κόρρας
35 ἤλασα, κἄλλαν αὖθις. ἀνειρύσασα δὲ πέπλως
ἔξω ἀποίχετο θᾶσσον. «ἐμὸν κακόν, οὔ τοι ἀρέσκω;
ἄλλος τοι γλυκίων ὑποκόλπιος; ἄλλον ἰοῖσα
θάλπε φίλον. τήνῳ τεὰ δάκρυα; μᾶλα ῥεόντω.»


14. ΚΥΝΙΣΚΑΣ ΕΡΩΣ Ή ΘΥΩΝΙΧΟΣ


ΑΙΣΧΙΝΗΣ
Ώρα καλή, Θυώνιχε. ΘΥΩΝΙΧΟΣ. Ώρα καλή σου, Αισχίνη.
ΑΙΣ. Είχες πολύν καιρό να ᾽ρθεις. ΘΥΩ. Πολύν καιρό; τί τρέχει;
ΑΙΣ. Δεν τα πηγαίνομε καλά. ΘΥΩ. Λιπόσαρκο σε βρίσκω,
και τα μαλλιά σου αχτένιστα και το μακρύ μουστάκι.
5Τέτοιος μας ήρθε μια φορά κάποιος του Πυθαγόρα,
χλωμός, χλωμός, ξυπόλυτος· μας έλεγε πως ήταν
απ᾽ την Αθήνα. Κι ήταν δα κι αυτός ερωτευμένος,
όμως, θαρρώ, με το φαΐ. ΑΙΣ. Εσύ μου χωρατεύεις,
μα εμέναν᾽ η Κυνίσκη μου με βρίζει τον καημένο
10και μου ᾽ρχεται να τρελαθώ. ΘΥΩ. Έτσ᾽ ήσουν πάντα, Αισχίνη,
θυμώνεις κι αφαρπάζεσαι καλά του καθουμένου
κι όλα τα θες όποτε θες. Μα πες μου, τί καινούργιο;
ΑΙΣ. Ο Αργείος κι εγώ κι ο Θεσσαλός ο καβαλάρης Άπις
κι ο στρατιώτης Κλεύνικος ετρώγαμε στο σπίτι.
15Τους είχα σφάξει δυο πουλιά και χοίρο του γαλάτου,
είχα κι ανοίξει βίβλινο κρασί τεσσάρων χρόνων
που ᾽λεγες μόλις το ᾽φεραν από το πατητήρι.
Εκεί που εσιγοπίναμε μας ήρθε και να πιούμε
καθένας κάποιου στην υγειά και να τον νοματίσει.
20Εμείς, όπως και το ᾽παμε, λέγαμε τ᾽ όνομά του·
μα εκείνη δε μας το ᾽λεγε, τι ήμουν εγώ κοντά της.
Φαντάζεσαι τη θέση μου και τί είχα μες στο νου μου.
—Δε θα μας πεις, τί σώπασες; μην είδες κάνα λύκο;
της είπε κάποιος παίζοντας.
— Το βρήκες, του ᾽πε εκείνη·
κι άναψε κι εκοκκίνισε τόσο, που απ᾽ τη θωριά της
λύχνο μπορούσες ν᾽ άναβες. Ξέρεις ποιός είν᾽ ο Λύκος;
Αυτός ο Λύκος είν᾽ ο γιος του γείτονα του Λάβα,
25ψηλός και καλοκάμωτος και σε πολλούς αρέσει.
Για κείνου εκεί τον έρωτα λιγώνετ᾽ η Κυνίσκη.
Άκουσα κάποτε κι εγώ γι᾽ αυτό να ψιθυρίζουν,
μα ᾽κανα πως δεν τ᾽ άκουσα, χωρίς να το ξετάσω·
ντρεπόμουνα τα γένια μου έτσι σαν άντρας που ᾽μαι.
Κι εκεί που ᾽μαστ᾽ οι τέσσερις κουτούκι στο μεθύσι,
ο Θεσσαλός με πονηριά και για να με πειράξει,
άρχισε να μας τραγουδεί του Λύκου το τραγούδι,
30τραγούδι αυτό θεσσαλικό· ξάφνω η Κυνίσκη τότε
αρχίνησε τα κλάματα κι έκλαιγε τόσο, τόσο
όσο ποτέ δε θα ᾽κλαιγεν έξι χρονών κορίτσι
που επιθυμεί και λαχταρά την αγκαλιά της μάνας.
Όταν την είδα εθύμωσα, με ξέρεις πώς θυμώνω,
και δυο γροθιές της έδωκα στα δυο της τα μηλίγγια
35κι αυτή τα πέπλα ανάσυρε κι απ᾽ το σκαμνί εσηκώθη.
«Κακούργα, δε σ᾽ αρέσω εγώ, άλλον ποθεί η καρδιά σου·
σύρε και χαϊδολόγα τον. Γι᾽ αυτόν τα δάκρυα χύνεις».