ΓΕΤ. Ποιός είσαι; Του σπιτιού από δω; ΚΝΗ. Μάλιστα. Εσύ τί θέλεις;
ΓΕΤ. Δυο τρία καζάνια θέλω και μια σκάφη. ΚΝΗ. (απειλητικά) Δεν είν᾽ ένας
να με σηκώσει ορθό; ΓΕΤ. Κι εσείς έχετε· αυτό το ξέρω.
Κι εφτά τριπόδια, δώδεκα τραπέζια… Εέ, κοπέλια,
πέστε το στον αφέντη σας και βιάζομαι. ΚΝΗ. Δεν έχω
τίποτα. ΓΕΤ. Μπα! ΚΝΗ. Χίλιες φορές σού το ᾽πα. ΓΕΤ. Τότε, φεύγω.
ΚΝΗ. Α συφορά, πώς βρέθηκα στην πόρτα μπρος; Πώς βγήκα;
920Και ποιός με πλάγιασε έξω εδώ;
Βλέποντας το Σίκωνα.
Γκρεμίσου εσύ, κι αμέσως.
ΣΙΚ., κάνοντας ό,τι πρωτύτερα ο Γέτας
Γυναίκες! Άντρες! Θυρωρέ! Παιδιά! ΚΝΗ. Μωρέ θα σπάσεις
την πόρτα μου. Τρελάθηκες; ΣΙΚ. Δώσ᾽ μας εννιά κιλίμια.
ΚΝΗ. Πού να τα βρω; ΣΙΚ. Και μια μακριά, ως εκατό ποδάρια,
κουρτίνα ανατολίτικη υφαντή. ΚΝΗ. Μακάρι να είχα.
ΣΙΚ. Έχεις. ΚΝΗ. Πού να τη βρω; Βρε γριά! Πού να ᾽ν᾽ η γριά; ΣΙΚ. Να τρέξω
αλλού λοιπόν;
Κάνει πως φεύγει, αλλά ξαναγυρίζει αμέσως με το Γέτα.
ΚΝΗ. Τραβάτε πια. —Σιμίκη! Γριά! —Κακούργε,
απ᾽ όλους τους θεούς κακό χαμό να βρεις. Τί θέλεις;
ΓΕΤ. Ένα μεγάλο χάλκινο κρατήρα. ΚΝΗ. Δεν είν᾽ ένας
να με σηκώσει ορθό; ΣΙΚ. Καλέ παππούλη, εγώ το ξέρω,
930έχεις κουρτίνα. ΚΝΗ. Ε όχι, βρε. ΓΕΤ. Παππούλη, ούτε κρατήρα;
ΚΝΗ. Θα τη σκοτώσω αυτή τη γριά. ΓΕΤ. Α, ησύχασε, μη γρούζεις.
Μάχεσαι τη γυναίκα σου, μακριά απ᾽ τον κόσμο φεύγεις,
θυσία προσφέρνουν, σε καλούν, δε θέλεις να σε πάνε·
ε, τώρα τράβα τα όλ᾽ αυτά· κοντά σου δεν είν᾽ ένας
να σε βοηθήσει. Πριόνιζε μονάχος τον εαυτό σου.
ΣΙΚ. Άκου κι αυτά: Η γυναίκα σου κι η κόρη σου κι η σκλάβα
σ᾽ αφήσανε και πήγανε κοντά στους συμπεθέρους.
ΚΝΗ. Και σαν τί γλύκα βρήκανε σ᾽ εσάς, μωρέ, οι γυναίκες;
ΓΕΤ. Τί γλύκα, λέει; Τις δέχτηκαν μ᾽ ευγένεια και μ᾽ αγάπη·
φιλιά, αγκαλιές, και με χαρές την ώρα τους περνούνε.
940ΣΙΚ. Είχα ετοιμάσει πρώτα εγώ συμπόσιο για τους άντρες.
Κοιμάσαι; Ξύπνα. Δεν ακούς; ΚΝΗ. Κοιμούμαι; Αλίμονό μου.
ΣΙΚ. Θέλεις να πας; Για πρόσεχε και τ᾽ άλλα· πλάι τους είναι
κρασί, σπονδές· με φυλλωσιές το πάτωμα στρωμένο·
τραπέζια εγώ τους έστρωσα· δουλειά δικιά μου· εγώ ᾽μαι
ο μάγερας, μην το ξεχνάς· με νιώθεις; ΓΕΤ. Μαλακώνει.
|