Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Δύσκολος (912-945)


‹ΓΕ.› παῖδες καλοί, παῖ, παιδίον, ‹παῖ›, παῖδες. ‹ΚΝ.› οἴχομ᾽, οἴμοι.
‹ΓΕ.› τίς οὗτος; ἐντεῦθέν τις εἶ; (ΚΝ.) ‹δη›λονότι. σὺ δὲ τί βούλει;
‹ΓΕ.› λέβητας αἰτοῦμαι παρ᾽ ὑμῶν καὶ σκάφην. (ΚΝ.) τίς ἄν με
915 στήσειεν ὀρθόν; (ΓΕ.) ἔστιν ὑμῖν, ἔστιν ὡς ἀληθῶς.
καὶ τρίποδας ἑπτὰ καὶ τραπέζας δώδεκ᾽· ἀλλά, παῖδες,
τοῖς ἔνδον ‹εἰσ›αγγείλατε· σπεύδω γάρ. (ΚΝ.) οὐδέν ἐστιν.
(ΓΕ.) οὐκ ἔστιν; (ΚΝ.) ‹ἀλλ᾽› ἀκήκοας μυριάκις. (ΓΕ.) ἀποτρέχω δή.
ΚΝ. ὢ δυστυχὴς ἐγώ. τίνα τρόπον ἐνθαδὶ προήχθην;
920 τίς μ᾽ εἰ]ς τὸ πρόσθεν κατατέθηκεν; ἄπαγε δὴ σύ. καὶ δή.
‹ΣΙΚ.› παῖ, παι]δίον, γυναῖκες, ἄνδρες, παῖ θυρωρέ. (ΚΝ.) μαίνει,
ἄνθρωπε· τὴν θύραν κατάξεις. (ΣΙΚ.) δάπιδας ἐννέ᾽ ἡμῖν
χρήσα]τ̣ε. (ΚΝ.) πόθεν; (ΣΙΚ.) καὶ παραπέτασμα βαρβαρικὸν ὑφαντόν
δίδοτε] ποδῶν τὸ μῆκος ἑκατόν. (ΚΝ.) εἴθε μοι γένοιτο.
925 [ΣΙΚ.] . . . [ΚΝ.] πό]θεν; γραῦ. ποῦ ᾽στιν ‹ἡ› γραῦς; (ΣΙΚ.) ἐφ᾽ ἑτέραν βαδίζω
θύραν; (ΚΝ.) ἀπαλλάγητε δή. γραῦ. Σιμίχη. κακὸν δὲ
κακῶς ‹σ᾽› ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί. τί βούλει;
(ΓΕ.) κρατῆρα βούλομαι λαβεῖν χαλκοῦν μέγαν. (ΚΝ.) τίς ἄν με
στήσειεν ὀρθόν; (ΣΙΚ.) ἔστιν ὑμῖν, ἔστιν ὡς ἀληθῶς
930 τὸ παραπέτασμα, παππία, ‹ΚΝ.› μὰ τὸν Δί᾽. ‹ΓΕ.› οὐδ᾽ ὁ κρατήρ;
‹ΚΝ.› τὴν Σιμίχην ἀποκτενῶ. (ΓΕ.) κάθου ‹σὺ› μη‹δὲ› γρύζων.
φεύγεις ὄχλον, μισεῖς γυναῖκας, οὐκ ἐᾷς κομίζειν
εἰς ταὐτὸ τοῖς θύουσι σαυτόν· πάντα ταῦτ᾽ ἀνέξει.
οὐδεὶς βοηθός σοι πάρεστιν. πρῖε σαυτὸν αὐτοῦ.
935 ‹ΣΙΚ.› ἄκουε δ᾽ ἑξῆς πάντα γα[. . . ]. . .[. . .]τισ̣[
. . . . . . . . . . ]αγκας οὐδὲ τὴν[. . . . . . . . . . . .]ι
[ΚΝ.] . . . . .]ον αἱ γυναῖκες .[ . . . . . . . . . . . .]παρ᾽ ὑμῶν.
[ΓΕ.] τῇ σῇ γυν]αικὶ τῇ τε παιδὶ [περιβ]ολαὶ τὸ πρῶτον
. . . . . . . . . . φιλή]ματ᾽· οὐκ ἀηδὴς διατριβή τις αὐτῶν.
940 [ΣΙΚ.] . . .]ρ[. . .] ἄνωθεν ηὐτρέπιζον συμπόσιον ἐγώ τι
τοῖς ἀνδράσιν· τούτοις — ἀκούεις; μὴ κάθευδε. μὴ γάρ.
‹ΚΝ.› οἴμοι. (ΣΙΚ.) ‹. . . . .› βούλει παρεῖναι; πρόσ[εχε] καὶ τὰ λοιπά.
σπονδὴ παρῆν· ἐστρώννυτο στιβὰς χαμαί· τραπέζας
ἔγωγε —τοῦτο γὰρ ποεῖν ἐμοὶ προσῆκ᾽— ἀκούεις;
945 μάγειρος ὢν γὰρ τυγχάνω, μέμνησο. ‹ΓΕ.› μαλακὸς ἁνήρ.


ΓΕΤ. Ποιός είσαι; Του σπιτιού από δω; ΚΝΗ. Μάλιστα. Εσύ τί θέλεις;
ΓΕΤ. Δυο τρία καζάνια θέλω και μια σκάφη. ΚΝΗ. (απειλητικά) Δεν είν᾽ ένας
να με σηκώσει ορθό; ΓΕΤ. Κι εσείς έχετε· αυτό το ξέρω.
Κι εφτά τριπόδια, δώδεκα τραπέζια… Εέ, κοπέλια,
πέστε το στον αφέντη σας και βιάζομαι. ΚΝΗ. Δεν έχω
τίποτα. ΓΕΤ. Μπα! ΚΝΗ. Χίλιες φορές σού το ᾽πα. ΓΕΤ. Τότε, φεύγω.
ΚΝΗ. Α συφορά, πώς βρέθηκα στην πόρτα μπρος; Πώς βγήκα;
920Και ποιός με πλάγιασε έξω εδώ;
Βλέποντας το Σίκωνα.
Γκρεμίσου εσύ, κι αμέσως.
ΣΙΚ., κάνοντας ό,τι πρωτύτερα ο Γέτας
Γυναίκες! Άντρες! Θυρωρέ! Παιδιά! ΚΝΗ. Μωρέ θα σπάσεις
την πόρτα μου. Τρελάθηκες; ΣΙΚ. Δώσ᾽ μας εννιά κιλίμια.
ΚΝΗ. Πού να τα βρω; ΣΙΚ. Και μια μακριά, ως εκατό ποδάρια,
κουρτίνα ανατολίτικη υφαντή. ΚΝΗ. Μακάρι να είχα.
ΣΙΚ. Έχεις. ΚΝΗ. Πού να τη βρω; Βρε γριά! Πού να ᾽ν᾽ η γριά; ΣΙΚ. Να τρέξω
αλλού λοιπόν;
Κάνει πως φεύγει, αλλά ξαναγυρίζει αμέσως με το Γέτα.
ΚΝΗ. Τραβάτε πια. —Σιμίκη! Γριά! —Κακούργε,
απ᾽ όλους τους θεούς κακό χαμό να βρεις. Τί θέλεις;
ΓΕΤ. Ένα μεγάλο χάλκινο κρατήρα. ΚΝΗ. Δεν είν᾽ ένας
να με σηκώσει ορθό; ΣΙΚ. Καλέ παππούλη, εγώ το ξέρω,
930έχεις κουρτίνα. ΚΝΗ. Ε όχι, βρε. ΓΕΤ. Παππούλη, ούτε κρατήρα;
ΚΝΗ. Θα τη σκοτώσω αυτή τη γριά. ΓΕΤ. Α, ησύχασε, μη γρούζεις.
Μάχεσαι τη γυναίκα σου, μακριά απ᾽ τον κόσμο φεύγεις,
θυσία προσφέρνουν, σε καλούν, δε θέλεις να σε πάνε·
ε, τώρα τράβα τα όλ᾽ αυτά· κοντά σου δεν είν᾽ ένας
να σε βοηθήσει. Πριόνιζε μονάχος τον εαυτό σου.
ΣΙΚ. Άκου κι αυτά: Η γυναίκα σου κι η κόρη σου κι η σκλάβα
σ᾽ αφήσανε και πήγανε κοντά στους συμπεθέρους.
ΚΝΗ. Και σαν τί γλύκα βρήκανε σ᾽ εσάς, μωρέ, οι γυναίκες;
ΓΕΤ. Τί γλύκα, λέει; Τις δέχτηκαν μ᾽ ευγένεια και μ᾽ αγάπη·
φιλιά, αγκαλιές, και με χαρές την ώρα τους περνούνε.
940ΣΙΚ. Είχα ετοιμάσει πρώτα εγώ συμπόσιο για τους άντρες.
Κοιμάσαι; Ξύπνα. Δεν ακούς; ΚΝΗ. Κοιμούμαι; Αλίμονό μου.
ΣΙΚ. Θέλεις να πας; Για πρόσεχε και τ᾽ άλλα· πλάι τους είναι
κρασί, σπονδές· με φυλλωσιές το πάτωμα στρωμένο·
τραπέζια εγώ τους έστρωσα· δουλειά δικιά μου· εγώ ᾽μαι
ο μάγερας, μην το ξεχνάς· με νιώθεις; ΓΕΤ. Μαλακώνει.