ΕΞΟΔΟΣ ΑΜΦ. Ω γέροντες Καδμείοι, σιωπώντας,
τον βυθισμένο σε ύπνο αφήστε
τις συμφορές του να ξεχάσει.
ΧΟΡ. Σε κλαίω με δάκρυα, ω γέροντα,
και τα παιδιά και τον καλλίνικο
κι αγαπημένο γιο σου.
ΑΜΦ. Μακρύτερα πάτε και μη,
χτυπάτε, μη φωνάζετε,
μη τον καλοκοιμισμένο
1050και νυσταγμένο τον ξυπνάτε.
ΧΟΡ. Ωιμέ,
πόσο μεγάλο φονικό!
ΑΜΦ. Α! α! θα με καταστρέψετε.
ΧΟΡ. Ο ξαπλωμένος νά! σηκώνεται!
ΑΜΦ. Κλάφτε σιγά το μοιρολόι σας, ω γερόντοι,
μη τα δεσμά του λύνοντας και σηκωμένος
γκρεμίσει τον πατέρα του και το παλάτι.
ΧΟΡ. Ω! δεν μπορώ να κρατηθώ!
1060ΑΜΦ. Σιγά· να ιδώ πώς αναπνέει· τ᾽ αυτί μου ας βάλω.
ΧΟΡ. Κοιμάται;
ΑΜΦ. Ναι· κοιμάται·
ύπνον, ύπνο ολέθριο
αυτός που τη γυναίκα εσκότωσε
και τα παιδιά του, με βοερά
τόξα τοξεύοντάς τα.
ΧΟΡ. Κλαίγε λοιπόν
ΑΜΦ. Ω! κλαίω!
ΧΟΡ. των παιδιών τον όλεθρο...
ΑΜΦ. Ωιμέ!
ΧΟΡ. και του δικού σου του παιδιού.
ΑΜΦ. Άι, άι!
ΧΟΡ. Ω γέροντά μου,
ΑΜΦ. Σώπα, σώπα·
νά, σηκωνόμενος γυρνά μια δω μια κει·
1070στάσου να κρύψω το κορμί μες στο παλάτι.
ΧΟΡ. Θάρρος! τα μάτια του παιδιού σου σφίγγ᾽ η νύχτα.
ΑΜΦ. Γιά ιδέτε, ιδέτε·
το φως ν᾽ αφήσω δεν φοβούμαι
μετά από τα κακά που εγίναν,
μα να μη σκοτώσει τον πατέρα του
κι άλλα κακά μηχανευτεί
και πάρει για τις Ερινύες
και το πατρικό αίμα.
ΧΟΡ. Ω! ν᾽ αποθάνεις έπρεπε όταν
για τη γυναίκα σου έμελλες τον φόνο
να εκδικηθείς των αδερφών της,
κυριεύοντας τη θαλασσόκλειστη
1080πόλη των Ταφίων.
ΑΜΦ. Φευγιό, φευγιό, ω γέροντες, πέρα
απ᾽ το παλάτι, φεύγετε
απ᾽ τον τρελό άντρα, που σηκώνεται!
Γοργά άλλων φόνο πα στον φόνο βάζοντας
την πόλη των Καδμείων θ᾽ αποβακχέψει.
ΧΟΡ. Ω Δία, γιατί εχθρεύτηκες τόσο το παιδί σου
και το ᾽ριξες στης δυστυχιάς το πέλαο τούτο;
ΗΡΑ. Ω!
Ζωντανός είμαι και κοιτάω γύρω όσα πρέπει,
1090τον ουρανό, τη γη κι όλον του Ηλιού τον κύκλο
και σαν σε τρικυμιά και ταραχή του νου μου
φοβερήν έπεσα και πνέω θερμές ανάσες
απ᾽ τα πλεμόνια, κι όλ᾽ αυτά βέβαια δεν είναι.
Και νά, γιατί, σαν πλοίο αραγμένο έχοντας γύρω
στον νιο μου θώρακα σκοινιά και στα βραχιόνια,
κοντά στον μισοτσάκιστο και στον πετρένιο
τον στύλο κείμαι γείτονας των πεθαμένων;
Κι είναι τα φτερωτά μου βέλη και τα τόξα
σπαρμένα κάτου, που πριν άξιοι μου συντρόφοι
1100εσώζαν τα πλευρά μου κι από εμέ εσωζόνταν.
Μη πάλιν εκατέβηκα στον Άδη πίσω,
κάμνοντας για τον Ευρυσθέα διπλό τον δρόμο;
Όμως τον βράχο του Σισύφου δεν τον βλέπω,
ούτε τον Πλούτωνα και της Κόρης τα σκήπτρα.
Και τα ᾽χασα· και πού είμαι που δεν το θυμάμαι;
Ω! ποιός είναι απ᾽ τους φίλους μου κοντά ή μακριά μου
οπού τη σαστιμάρα μου να μου γιατρέψει;
Τίποτε απ᾽ τα γνωστά μου δεν καταλαβαίνω.
|