ΕΛΕ. Αφέντη —τώρα πια έτσι θα σε λέω—
πέθανα, δεν υπάρχω κι όλα πάνε.
ΘΕΟ. Τί τρέχει; Ποιά σε βρήκε δυστυχία;
ΕΛΕ. Πώς να το πω; Ο Μενέλαός μου πάει.
ΘΕΟ. Δεν χαίρομαι γι᾽ αυτά κι ας με συμφέρουν.
Πώς το ᾽μαθες; Σου το ᾽πε η Θεονόη;
ΕΛΕ. Κι αυτή και τούτος που είδε τον χαμό του.
1200ΘΕΟ. Ήρθε κανείς με ξάστερες ειδήσεις;
ΕΛΕ. Ναι· κι όπου λογιάζω αυτός ας φτάσει.
ΘΕΟ. Πού είναι; Ποιός; Καθάρια πες να μάθω.
ΕΛΕ. Αυτός που ᾽χει ζαρώσει εκεί στον τάφο.
ΘΕΟ. Ω! Απόλλωνα, κουρέλια η φορεσιά του.
ΕΛΕ. Κι ο άντρας μου τα ίδια θα φορούσε.
ΘΕΟ. Ο τόπος του ποιός είναι; Πού έχει αράξει;
ΕΛΕ. Έλληνας, Αχαιός, του αντρός μου ναύτης.
ΘΕΟ. Για του Μενέλαου τον χαμό τί λέει;
ΕΛΕ. Τέλος φριχτό, τα κύματα τον πήραν.
1210ΘΕΟ. Ταξίδευε σε θάλασσες βαρβάρων;
ΕΛΕ. Τσακίστηκε στα βράχια της Λιβύης.
ΘΕΟ. Και πώς αυτός δεν χάθηκε μαζί του;
ΕΛΕ. Οι ταπεινοί παρά οι τρανοί γλιτώνουν.
ΘΕΟ. Του καραβιού πού να ᾽ναι τα συντρίμμια;
ΕΛΕ. Εκεί που αυτός κι όχι ο Μενέλαος να πνιγόταν.
ΘΕΟ. Κείνος εχάθη. Με ποιό ήρθε αυτός καράβι;
ΕΛΕ. Τον πήραν κάποιοι ναύτες, όπως λέει.
ΘΕΟ. Κι αυτή που αντί για σένα ήταν στην Τροία;
ΕΛΕ. Τον ίσκιο λες; Ψηλά στα ουράνια πήγε.
1220ΘΕΟ. Πρίαμε, Τροία, του κάκου σάς χαλάσαν.
ΕΛΕ. Υπόφερα πολλά και εγώ μαζί τους.
ΘΕΟ. Τον άντρα σου έθαψαν ή όχι;
ΕΛΕ. Άταφος μένει· Αχ! μαύρες συμφορές μου.
ΘΕΟ. Γι᾽ αυτό και τα ξανθά μαλλιά έχεις κόψει;
ΕΛΕ. Όπου κι αν είναι τώρα, τον πονάω.
ΘΕΟ. Σωστά θρηνείς γι᾽ αυτή τη δυστυχία…
ΕΛΕ. Εύκολα ξεγελιέται η αδερφή σου;
ΘΕΟ. Όχι· κι εδώ στον τάφο ακόμη θα ᾽σαι;
1230ΕΛΕ. Τώρα που πέθανε, γιατί με περιπαίζεις;
ΘΕΟ. Πιστή μένεις σ᾽ αυτόν και μ᾽ αποφεύγεις.
ΕΛΕ. Τώρα όχι πια· τον γάμο να ετοιμάσεις.
ΘΕΟ. Άργησες να με στέρξεις, χαίρομαι όμως.
ΕΛΕ. Ας ξεχαστούνε τα παλιά. Θα κάνεις…
ΘΕΟ. Η χάρη θέλει αντίχαρη· τί πράγμα;
ΕΛΕ. μαζί μου τώρα ομόνοια και φιλία.
ΘΕΟ. Πάει ο θυμός που σου είχα, είναι φευγάτος.
ΕΛΕ. Πέφτω στα γόνατά σου, αφού ᾽σαι φίλος.
ΘΕΟ. Τί μου ζητάς, παρακαλώντας έτσι;
ΕΛΕ. Τον πεθαμένο άντρα μου να θάψω.
1240ΘΕΟ. Τάφος χωρίς νεκρό· σκιά θα θάψεις; ;
ΕΛΕ. Συνήθεια των Ελλήνων, τον πνιγμένο…
ΘΕΟ. Είναι πολύ σοφοί σ᾽ αυτά· τί κάνουν;
ΕΛΕ. σ᾽ αδειανά πέπλα εντάφια τον κηδεύουν.
ΘΕΟ. Στη χώρα μου όπου θες χτίσ᾽ του έναν τάφο.
ΕΛΕ. Όσοι πνιγήκαν, δεν τους θάβουμε έτσι.
ΘΕΟ. Μα τότε πώς; Δεν ξέρω τα έθιμά σας.
ΕΛΕ. Γι᾽ αυτούς σκορπάμε δώρα μες στο κύμα.
ΘΕΟ. Για τον νεκρό τί θέλεις να σου δώσω;
ΕΛΕ. Τίποτα δεν γνωρίζω, ετούτος ξέρει.
|