Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑκάβη (1132-1186)


ΠΟ. λέγοιμ᾽ ἄν. ἦν τις Πριαμιδῶν νεώτατος,
Πολύδωρος, Ἑκάβης παῖς, ὃν ἐκ Τροίας ἐμοὶ
πατὴρ δίδωσι Πρίαμος ἐν δόμοις τρέφειν,
1135ὕποπτος ὢν δὴ Τρωϊκῆς ἁλώσεως.
τοῦτον κατέκτειν᾽· ἄνθ᾽ ὅτου δ᾽ ἔκτεινά νιν
ἄκουσον, ὡς εὖ καὶ σοφῇ προμηθίᾳ.
ἔδεισα μή σοι πολέμιος λειφθεὶς ὁ παῖς
Τροίαν ἀθροίσῃ καὶ ξυνοικίσῃ πόλιν,
1140γνόντες δ᾽ Ἀχαιοὶ ζῶντα Πριαμιδῶν τινα
Φρυγῶν ἐς αἶαν αὖθις ἄρειαν στόλον,
κἄπειτα Θρῄκης πεδία τρίβοιεν τάδε
λεηλατοῦντες, γείτοσιν δ᾽ εἴη κακὸν
Τρώων, ἐν ᾧπερ νῦν, ἄναξ, ἐκάμνομεν.
1145Ἑκάβη δὲ παιδὸς γνοῦσα θανάσιμον μόρον
λόγῳ με τοιῷδ᾽ ἤγαγ᾽, ὡς κεκρυμμένας
θήκας φράσουσα Πριαμιδῶν ἐν Ἰλίῳ
χρυσοῦ· μόνον δὲ σὺν τέκνοισί μ᾽ εἰσάγει
δόμους, ἵν᾽ ἄλλος μή τις εἰδείη τάδε.
1150ἵζω δὲ κλίνης ἐν μέσῳ κάμψας γόνυ·
πολλαὶ δέ, χειρὸς αἳ μὲν ἐξ ἀριστερᾶς,
αἳ δ᾽ ἔνθεν, ὡς δὴ παρὰ φίλῳ, Τρώων κόραι
θάκους ἔχουσαι, κερκίδ᾽ Ἠδωνῆς χερὸς
ᾔνουν, ὑπ᾽ αὐγὰς τούσδε λεύσσουσαι πέπλους·
1155ἄλλαι δὲ κάμακα Θρῃκίαν θεώμεναι
γυμνόν μ᾽ ἔθηκαν διπτύχου στολίσματος.
ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν, ἐκπαγλούμεναι
τέκν᾽ ἐν χεροῖν ἔπαλλον, ὡς πρόσω πατρὸς
γένοιντο, διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χερῶν.
1160κἆιτ᾽ ἐκ γαληνῶν —πῶς δοκεῖς;— προσφθεγμάτων
εὐθὺς λαβοῦσαι φάσγαν᾽ ἐκ πέπλων ποθὲν
κεντοῦσι παῖδας, αἳ δὲ πολεμίων δίκην
ξυναρπάσασαι τὰς ἐμὰς εἶχον χέρας
καὶ κῶλα· παισὶ δ᾽ ἀρκέσαι χρῄζων ἐμοῖς,
1165εἰ μὲν πρόσωπον ἐξανισταίην ἐμόν,
κόμης κατεῖχον, εἰ δὲ κινοίην χέρας,
πλήθει γυναικῶν οὐδὲν ἤνυον τάλας.
τὸ λοίσθιον δέ, πῆμα πήματος πλέον,
ἐξειργάσαντο δείν᾽· ἐμῶν γὰρ ὀμμάτων,
1170πόρπας λαβοῦσαι, τὰς ταλαιπώρους κόρας
κεντοῦσιν, αἱμάσσουσιν· εἶτ᾽ ἀνὰ στέγας
φυγάδες ἔβησαν· ἐκ δὲ πηδήσας ἐγὼ
θὴρ ὣς διώκω τὰς μιαιφόνους κύνας,
ἅπαντ᾽ ἐρευνῶν τοῖχον ὡς κυνηγέτης,
1175βάλλων, ἀράσσων. τοιάδε σπεύδων χάριν
πέπονθα τὴν σὴν πολέμιόν γε σὸν κτανών,
Ἀγάμεμνον. ὡς δὲ μὴ μακροὺς τείνω λόγους,
εἴ τις γυναῖκας τῶν πρὶν εἴρηκεν κακῶς
ἢ νῦν λέγων ἔστιν τις ἢ μέλλει λέγειν,
1180ἅπαντα ταῦτα συντεμὼν ἐγὼ φράσω·
γένος γὰρ οὔτε πόντος οὔτε γῆ τρέφει
τοιόνδ᾽· ὁ δ᾽ αἰεὶ ξυντυχὼν ἐπίσταται.
ΧΟ. μηδὲν θρασύνου μηδὲ τοῖς σαυτοῦ κακοῖς
τὸ θῆλυ συνθεὶς ὧδε πᾶν μέμψῃ γένος.
1185[πολλαὶ γὰρ ἡμῶν, αἳ μέν εἰσ᾽ ἐπίφθονοι,
αἳ δ᾽ εἰς ἀριθμὸν τῶν κακῶν πεφύκαμεν.]


ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Να σου τα πω. Το πιο μικρότερο
απ᾽ τα παιδιά του Πριάμου, κάποιος
ονόματι Πολύδωρος, γιος της Εκάβης,
μου παραδόθηκε απ᾽ τον Πρίαμο, να τον ανατρέφω
στο σπίτι μου, γιατί ο γονιός του
υποψιαζότανε το πάρσιμο της Τροίας.
Αυτόν εγώ τον σκότωσα. Γιατί τον σκότωσα;
Άκου και κρίνε με αν καλά και γνωστικά έχω πράξει.
Είχα τον φόβο, αν ίσως απομείνει,
εχθρός σου ο νεαρός, μήπως μαζέψει
τους Τρώες και χτίσουνε ξανά την πόλη,
οπότε οι Αχαιοί μαθαίνοντας πως ένα
1140απ᾽ τα παιδιά του Πριάμου ζει, θα ξεσηκώναν
άλλη εκστρατεία στων Φρυγών τη χώρα
και πάλι θα ρημάζανε τους κάμπους
της Θράκης,
κι εμείς, της Τροίας οι γειτόνοι, βασιλιά μου,
τα ίδια θα υποφέραμε καθώς και τώρα.
Σαν έμαθε η Εκάβη τον χαμό του γιου της,
με λόγια πλανερά με τράβηξε ως εδώ
τάχα πως θα μου φανερώσει θησαυρό κρυμμένο
στην Τροία, από τη φάρα του Πριάμου,
και μονάχον, μαζί με τα παιδιά μου,
με μπάζει στη σκηνή της, τάχα μην ακούσει
άλλος κανείς τα όσα θα μαρτυρούσε.
1150Λυγάω τα γόνατα και κάθομαι στην κλίνη.
Πολλές Τρωαδίτισσες καθίσανε δεξιά ζερβά μου,
τάχατε φιλικά,
και τον θρακιώτικο αργαλειό παινεύανε
κοιτάζοντας τα ρούχα μου στο φως της μέρας.
Άλλες, το θρακικό το δόρυ καμαρώνοντας
μου πήρανε με τρόπο, και τα δυο μου όπλα.
Κι όσες ήταν μανάδες, τα παιδιά μου
θαυμάζοντας, τα χόρευαν στα χέρια
κι η μια στην άλλη
τα πετούσανε για να βρεθούνε
μακριά από τον πατέρα τους. Και ξαφνικά,
1160ύστερ᾽ απ᾽ όλα τούτα τα γλυκόλογα
—μπορείς να φανταστείς;—, άλλες τραβούν μαχαίρια,
κρυμμένα κάπου στα φορέματά τους,
και μαχαιρώνουν τα τέκνα μου, κι άλλες
απάνω μου χιμάνε σαν οχτροί
και με κρατάνε χειροπόδαρα. Κι όπως επάσχιζα
τα παιδιά μου να σώσω,
αν το κεφάλι σήκωνα, μ᾽ αρπάζανε
απ᾽ τα μαλλιά, κι αν έκανα
τα χέρια να σαλέψω, ήτανε τόσο πλήθος
οι γυναίκες, που αδύνατο να πράξω κάτι ο δόλιος.
Το τελευταίο κακούργημα, το φριχτότερο απ᾽ όλα
ήταν ετούτο: με καρφίτσες
1170κεντούν τα πονεμένα μου τα μάτια,
τα ματώνουνε κι ύστερα σκορπάνε
μες στη σκηνή· κι εγώ,
σαν το θεριό τινάχτηκα, να κυνηγήσω
τις φόνισσες τις σκύλες,
ψάχνω παντού, τους τοίχους ψηλαφώ,
χτυπάω, γκρεμίζω. Αυτά
είναι τα πάθη μου, Αγαμέμνονα, γιατί στοχάστηκα
να σου κάμω καλό, σκοτώνοντας
τον οχτρό σου. Λοιπόν τί τα θέλεις;
αν τις γυναίκες κακολόγησε κανένας,
απ᾽ τους παλιούς ή από τους τωρινούς,
ή κάποιος από τους μελλούμενους αν θέλει
να τις κακολογήσει, εγώ θα τα ᾽λεγα όλα τούτα
1180με δυο κουβέντες μοναχά: πως τέτοιο γένος
δεύτερο δεν υπάρχει σε στεριά ή σε θάλασσα.
Κι όποιος εμπλέχτηκε μ᾽ αυτές καλά το ξέρει.
ΧΟΡΟΣ
Μην παραφέρεσαι και μην κατηγοράς,
για τα δεινά που υποφέρεις,
ολόκληρο των γυναικών το γένος.