Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Μήδεια (1323-1360)

ΙΑ. ὦ μῖσος, ὦ μέγιστον ἐχθίστη γύναι
θεοῖς τε κἀμοὶ παντί τ᾽ ἀνθρώπων γένει,
1325 ἥτις τέκνοισι σοῖσιν ἐμβαλεῖν ξίφος
ἔτλης τεκοῦσα κἄμ᾽ ἄπαιδ᾽ ἀπώλεσας.
καὶ ταῦτα δράσασ᾽ ἥλιόν τε προσβλέπεις
καὶ γαῖαν, ἔργον τλᾶσα δυσσεβέστατον;
ὄλοι᾽. ἐγὼ δὲ νῦν φρονῶ, τότ᾽ οὐ φρονῶν,
1330 ὅτ᾽ ἐκ δόμων σε βαρβάρου τ᾽ ἀπὸ χθονὸς
Ἕλλην᾽ ἐς οἶκον ἠγόμην, κακὸν μέγα,
πατρός τε καὶ γῆς προδότιν ἥ σ᾽ ἐθρέψατο.
τὸν σὸν δ᾽ ἀλάστορ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἔσκηψαν θεοί·
κτανοῦσα γὰρ δὴ σὸν κάσιν παρέστιον
1335 τὸ καλλίπρῳρον εἰσέβης Ἀργοῦς σκάφος.
ἤρξω μὲν ἐκ τοιῶνδε· νυμφευθεῖσα δὲ
παρ᾽ ἀνδρὶ τῷδε καὶ τεκοῦσά μοι τέκνα,
εὐνῆς ἕκατι καὶ λέχους σφ᾽ ἀπώλεσας.
οὐκ ἔστιν ἥτις τοῦτ᾽ ἂν Ἑλληνὶς γυνὴ
1340 ἔτλη ποθ᾽, ὧν γε πρόσθεν ἠξίουν ἐγὼ
γῆμαι σέ, κῆδος ἐχθρὸν ὀλέθριόν τ᾽ ἐμοί,
λέαιναν, οὐ γυναῖκα, τῆς Τυρσηνίδος
Σκύλλης ἔχουσαν ἀγριωτέραν φύσιν.
ἀλλ᾽ οὐ γὰρ ἄν σε μυρίοις ὀνείδεσιν
1345 δάκοιμι· τοιόνδ᾽ ἐμπέφυκέ σοι θράσος·
ἔρρ᾽, αἰσχροποιὲ καὶ τέκνων μιαιφόνε.
ἐμοὶ δὲ τὸν ἐμὸν δαίμον᾽ αἰάζειν πάρα,
ὃς οὔτε λέκτρων νεογάμων ὀνήσομαι,
οὐ παῖδας οὓς ἔφυσα κἀξεθρεψάμην
1350 ἕξω προσειπεῖν ζῶντας ἀλλ᾽ ἀπώλεσα.
ΜΗ. μακρὰν ἂν ἐξέτεινα τοῖσδ᾽ ἐναντίον
λόγοισιν, εἰ μὴ Ζεὺς πατὴρ ἠπίστατο
οἷ᾽ ἐξ ἐμοῦ πέπονθας οἷά τ᾽ εἰργάσω.
σὺ δ᾽ οὐκ ἔμελλες τἄμ᾽ ἀτιμάσας λέχη
1355 τερπνὸν διάξειν βίοτον ἐγγελῶν ἐμοὶ
οὐδ᾽ ἡ τύραννος, οὐδ᾽ ὅ σοι προσθεὶς γάμους
Κρέων ἀνατεὶ τῆσδέ μ᾽ ἐκβαλεῖν χθονός.
πρὸς ταῦτα καὶ λέαιναν, εἰ βούλῃ, κάλει
καὶ Σκύλλαν ἣ Τυρσηνὸν ᾤκησεν πέδον·
1360 τῆς σῆς γὰρ ὡς χρῆν καρδίας ἀνθηψάμην.

ΙΑ. Βδέλυγμα, γυναίκα που μισήθηκες όσο κανείς, από τους θεούς,
από εμένα, απ᾽ όλο το γένος των ανθρώπων.
1325Πώς μπόρεσες να βυθίσεις το μαχαίρι
στα παιδιά που γέννησες και να με ξεκληρίσεις;
Και αφού το έκανες αυτό, έχεις μάτια ν᾽ αντικρίζεις τον ήλιο
και τη γη, ενώ αποτόλμησες έργο ανοσιότατο;
Στον όλεθρο! Εγώ τώρα έχω τα λογικά μου, δεν τα είχα
1330όταν σ᾽ έπαιρνα από το σπίτι και τη βάρβαρή σου χώρα
και σ᾽ έφερνα —μέγα κακό— σε σπίτι ελληνικό,
εσένα που πρόδωσες και τον πατέρα σου
και τη γη που σε ανάθρεψε.
Τoν δικό σου τιμωρό δαίμονα τον έστρεψαν απάνω μου οι θεοί.
1335Γιατί μπήκες στο καλλίπρωρο καράβι της Αργώς,
έχοντας σκοτώσει πλάι στην εστία του σπιτιού τον αδερφό σου.
Έτσι άρχισες. Και αφού παντρεύτηκες
αυτόν που σου μιλάει και γέννησες μαζί μου παιδιά,
τα θανάτωσες για το κρεβάτι και το πλάγιασμα.
Καμιά Ελληνίδα δεν θ᾽ αποτολμούσε ποτέ τέτοια πράξη
1340— και εγώ τις αγνόησα και θέλησα να παντρευτώ εσένα,
σ᾽ αυτόν τον γάμο της φρίκης και του ολέθρου.
Όχι γυναίκα, λέαινα παντρεύτηκα εγώ,
που έχει ψυχή πιο άγρια και από τη Σκύλλα την Τυρρηνική.
Όμως, και μύρια όσα να σου καταμαρτυρήσω,
1345δεν συγκινείσαι· τέτοιο το θράσος που έχεις μέσα σου.
Εξαφανίσου, όργανο των αισχρών έργων,
μιαρή φόνισσα των παιδιών.
Εγώ δεν έχω πια παρά να οδύρομαι για τη μοίρα μου.
Δεν θα χαρώ τον νέο γάμο, στα παιδιά που έσπειρα και ανάθρεψα
1350δεν θα μπορέσω να μιλήσω ξανά και να μ᾽ ακούσουν
— τα έχασα, πάνε.
ΜΗ. Θα απλωνόταν μακρύς ο λόγος μου
για ν᾽ αντικρούσω αυτά που είπες,
αν ο πατέρας Δίας δεν γνώριζε
τί σου πρόσφερα εγώ και τί έπραξες εσύ.
Δεν επρόκειτο ποτέ να έχεις ατιμάσει το κρεβάτι μου
1355και να περάσεις βίο τερπνό γελώντας μαζί μου,
ούτε εσύ ούτε ο βασιλικός βλαστός.
Ούτε ήτανε ποτέ δυνατό ο νυμφοκόμος Κρέων
να με πετάξει ατιμώρητος έξω από τούτη τη χώρα.
Λέγε με λοιπόν και λέαινα, εάν αγαπάς,
και Σκύλλα που έζησε στα χώματα της Τυρρηνίας
1360— αρκεί που πλήγωσα την καρδιά σου όπως έπρεπε.