ΙΑ. Βδέλυγμα, γυναίκα που μισήθηκες όσο κανείς, από τους θεούς,
από εμένα, απ᾽ όλο το γένος των ανθρώπων.
1325Πώς μπόρεσες να βυθίσεις το μαχαίρι
στα παιδιά που γέννησες και να με ξεκληρίσεις;
Και αφού το έκανες αυτό, έχεις μάτια ν᾽ αντικρίζεις τον ήλιο
και τη γη, ενώ αποτόλμησες έργο ανοσιότατο;
Στον όλεθρο! Εγώ τώρα έχω τα λογικά μου, δεν τα είχα
1330όταν σ᾽ έπαιρνα από το σπίτι και τη βάρβαρή σου χώρα
και σ᾽ έφερνα —μέγα κακό— σε σπίτι ελληνικό,
εσένα που πρόδωσες και τον πατέρα σου
και τη γη που σε ανάθρεψε.
Τoν δικό σου τιμωρό δαίμονα τον έστρεψαν απάνω μου οι θεοί.
1335Γιατί μπήκες στο καλλίπρωρο καράβι της Αργώς,
έχοντας σκοτώσει πλάι στην εστία του σπιτιού τον αδερφό σου.
Έτσι άρχισες. Και αφού παντρεύτηκες
αυτόν που σου μιλάει και γέννησες μαζί μου παιδιά,
τα θανάτωσες για το κρεβάτι και το πλάγιασμα.
Καμιά Ελληνίδα δεν θ᾽ αποτολμούσε ποτέ τέτοια πράξη
1340— και εγώ τις αγνόησα και θέλησα να παντρευτώ εσένα,
σ᾽ αυτόν τον γάμο της φρίκης και του ολέθρου.
Όχι γυναίκα, λέαινα παντρεύτηκα εγώ,
που έχει ψυχή πιο άγρια και από τη Σκύλλα την Τυρρηνική.
Όμως, και μύρια όσα να σου καταμαρτυρήσω,
1345δεν συγκινείσαι· τέτοιο το θράσος που έχεις μέσα σου.
Εξαφανίσου, όργανο των αισχρών έργων,
μιαρή φόνισσα των παιδιών.
Εγώ δεν έχω πια παρά να οδύρομαι για τη μοίρα μου.
Δεν θα χαρώ τον νέο γάμο, στα παιδιά που έσπειρα και ανάθρεψα
1350δεν θα μπορέσω να μιλήσω ξανά και να μ᾽ ακούσουν
— τα έχασα, πάνε.
ΜΗ. Θα απλωνόταν μακρύς ο λόγος μου
για ν᾽ αντικρούσω αυτά που είπες,
αν ο πατέρας Δίας δεν γνώριζε
τί σου πρόσφερα εγώ και τί έπραξες εσύ.
Δεν επρόκειτο ποτέ να έχεις ατιμάσει το κρεβάτι μου
1355και να περάσεις βίο τερπνό γελώντας μαζί μου,
ούτε εσύ ούτε ο βασιλικός βλαστός.
Ούτε ήτανε ποτέ δυνατό ο νυμφοκόμος Κρέων
να με πετάξει ατιμώρητος έξω από τούτη τη χώρα.
Λέγε με λοιπόν και λέαινα, εάν αγαπάς,
και Σκύλλα που έζησε στα χώματα της Τυρρηνίας
1360— αρκεί που πλήγωσα την καρδιά σου όπως έπρεπε.
|