Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (8.107.1-8.109.2)

[8.107.1] Μετὰ δὲ τὴν ναυμαχίαν ἡμέρᾳ τετάρτῃ ὑπὸ σπουδῆς ἐπισκευάσαντες τὰς ναῦς οἱ ἐν τῇ Σηστῷ Ἀθηναῖοι ἔπλεον ἐπὶ Κύζικον ἀφεστηκυῖαν· καὶ κατιδόντες κατὰ Ἁρπάγιον καὶ Πρίαπον τὰς ἀπὸ τοῦ Βυζαντίου ὀκτὼ ναῦς ὁρμούσας, ἐπιπλεύσαντες καὶ μάχῃ κρατήσαντες τοὺς ἐν τῇ γῇ ἔλαβον τὰς ναῦς. ἀφικόμενοι δὲ καὶ ἐπὶ τὴν Κύζικον ἀτείχιστον οὖσαν προσηγάγοντο πάλιν καὶ χρήματα ἀνέπραξαν. [8.107.2] ἔπλευσαν δὲ ἐν τούτῳ καὶ οἱ Πελοποννήσιοι ἐκ τῆς Ἀβύδου ἐπὶ τὸν Ἐλαιοῦντα καὶ τῶν σφετέρων νεῶν τῶν αἰχμαλώτων ὅσαι ἦσαν ὑγιεῖς ἐκομίσαντο (τὰς δὲ ἄλλας Ἐλαιούσιοι κατέκαυσαν), καὶ ἐς τὴν Εὔβοιαν ἀπέπεμψαν Ἱπποκράτη καὶ Ἐπικλέα κομιοῦντας τὰς ἐκεῖθεν ναῦς.
[8.108.1] Κατέπλευσε δὲ ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τούτους καὶ ὁ Ἀλκιβιάδης ταῖς τρισὶ καὶ δέκα ναυσὶν ἀπὸ τῆς Καύνου καὶ Φασήλιδος ἐς τὴν Σάμον, ἀγγέλλων ὅτι τάς τε Φοινίσσας ναῦς ἀποστρέψειε Πελοποννησίοις ὥστε μὴ ἐλθεῖν καὶ τὸν Τισσαφέρνην ὅτι φίλον πεποιήκοι μᾶλλον Ἀθηναίοις ἢ πρότερον. [8.108.2] καὶ πληρώσας ναῦς ἐννέα πρὸς αἷς εἶχεν Ἁλικαρνασσέας τε πολλὰ χρήματα ἐξέπραξε καὶ Κῶν ἐτείχισεν. ταῦτα δὲ πράξας καὶ ἄρχοντα ἐν τῇ Κῷ καταστήσας πρὸς τὸ μετόπωρον ἤδη ἐς τὴν Σάμον κατέπλευσεν.
[8.108.3] Καὶ ὁ Τισσαφέρνης ἀπὸ τῆς Ἀσπένδου, ὡς ἐπύθετο τὰς τῶν Πελοποννησίων ναῦς ἐκ τῆς Μιλήτου ἐς τὸν Ἑλλήσποντον πεπλευκυίας, ἀναζεύξας ἤλαυνεν ἐπὶ τῆς Ἰωνίας. ὄντων δὲ τῶν Πελοποννησίων ἐν τῷ Ἑλλησπόντῳ, [8.108.4] Ἀντάνδριοι (εἰσὶ δὲ Αἰολῆς) παρακομισάμενοι ἐκ τῆς Ἀβύδου πεζῇ διὰ τῆς Ἴδης τοῦ ὄρους ὁπλίτας ἐσηγάγοντο ἐς τὴν πόλιν, ὑπὸ Ἀρσάκου τοῦ Πέρσου Τισσαφέρνους ὑπάρχου ἀδικούμενοι, ὅσπερ καὶ Δηλίους τοὺς Ἀτραμύττιον κατοικήσαντας ὅτε ὑπ᾽ Ἀθηναίων Δήλου καθάρσεως ἕνεκα ἀνέστησαν, ἔχθραν προσποιησάμενος ἄδηλον καὶ ἐπαγγείλας στρατιὰν αὐτῶν τοῖς βελτίστοις, ἐξαγαγὼν ὡς ἐπὶ φιλίᾳ καὶ ξυμμαχίᾳ, τηρήσας ἀριστοποιουμένους καὶ περιστήσας τοὺς ἑαυτοῦ κατηκόντισεν. [8.108.5] φοβούμενοι οὖν αὐτὸν διὰ τοῦτο τὸ ἔργον μήποτε καὶ περὶ σφᾶς τι παρανομήσῃ, καὶ ἄλλα ἐπιβάλλοντος αὐτοῦ ἃ φέρειν οὐκ ἐδύναντο, ἐκβάλλουσι τοὺς φρουροὺς αὐτοῦ ἐκ τῆς ἀκροπόλεως. [8.109.1] ὁ δὲ Τισσαφέρνης αἰσθόμενος καὶ τοῦτο τῶν Πελοποννησίων τὸ ἔργον καὶ οὐ μόνον τὸ ἐν τῇ Μιλήτῳ καὶ Κνίδῳ (καὶ ἐνταῦθα γὰρ αὐτοῦ ἐξεπεπτώκεσαν οἱ φρουροί), διαβεβλῆσθαί τε νομίσας αὐτοῖς σφόδρα καὶ δείσας μὴ καὶ ἄλλο τι ἔτι βλάπτωσι, καὶ ἅμα ἀχθόμενος εἰ Φαρνάβαζος ἐξ ἐλάσσονος χρόνου καὶ δαπάνης δεξάμενος αὐτοὺς κατορθώσει τι μᾶλλον τῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, πορεύεσθαι διενοεῖτο πρὸς αὐτοὺς ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, ὅπως μέμψηταί τε τῶν περὶ τὴν Ἄντανδρον γεγενημένων καὶ τὰς διαβολὰς καὶ περὶ τῶν Φοινισσῶν νεῶν καὶ τῶν ἄλλων ὡς εὐπρεπέστατα ἀπολογήσηται. καὶ ἀφικόμενος πρῶτον ἐς Ἔφεσον θυσίαν ἐποιήσατο τῇ Ἀρτέμιδι. [8.109.2] [ὅταν ὁ μετὰ τοῦτο τὸ θέρος χειμὼν τελευτήσῃ, ἓν καὶ εἰκοστὸν ἔτος πληροῦται.]

[8.107.1] Τρεις μέρες μετά την ναυμαχία οι Αθηναίοι, αφού επισκεύασαν βιαστικά τα καράβια τους στην Σηστό, πήγαν να χτυπήσουν την Κύζικο που είχε αποστατήσει. Είδαν αραγμένα στο Αρπάγιον και τον Πρίαπο τα οκτώ εχθρικά καράβια τα οποία είχαν έρθει από το Βυζάντιο. Τους έκαναν επίθεση, νίκησαν τα πληρώματα σε μάχη στην στεριά και κυρίεψαν τα καράβια. Πήγαν μετά στην Κύζικο η οποία ήταν ατείχιστη, την ανάγκασαν να υποταγεί και της επέβαλαν χρηματική εισφορά. [8.107.2] Στο μεταξύ και οι Πελοποννήσιοι έπλευσαν από την Άβυδο στον Ελαιούντα και πήραν όσα από τα καράβια τους, που είχαν αιχμαλωτιστεί, ήσαν άθικτα —τα άλλα τα είχαν κάψει οι Ελαιούντιοι. Έστειλαν τον Ιπποκράτη και τον Επικλή στην Εύβοια για να φέρουν τον στόλο που ήταν εκεί.
[8.108.1] Την ίδια, περίπου, εποχή, έφτασε στην Σάμο, επιστρέφοντας από την Καύνο και την Φασήλιδα, ο Αλκιβιάδης με τα δεκατρία του καράβια, φέρνοντας την πληροφορία ότι είχε κατορθώσει να εμποδίσει τον φοινικικό στόλο να έρθει να βοηθήσει τους Πελοποννησίους και ότι είχε εξασφαλίσει πια την φιλία του Τισσαφέρνη προς τους Αθηναίους περισσότερο από πριν. [8.108.2] Επάνδρωσε εννέα καράβια, εκτός από εκείνα που είχε, και πήγε στην Αλικαρνασσό όπου εισέπραξε πολλά χρήματα και οχύρωσε την Κω, και εκεί διόρισε άρχοντες. Γύρισε στην Σάμο στην αρχή του φθινοπώρου. [8.108.3] Όταν ο Τισσαφέρνης έμαθε ότι ο πελοποννησιακός στόλος είχε φύγει από την Μίλητο και είχε πάει στον Ελλήσποντο, έφυγε από την Άσπενδο και πήγε στην Ιωνία. Όταν οι Πελοποννήσιοι μπήκαν στον Ελλήσποντο, [8.108.4] οι κάτοικοι της Αντάνδρου, οι οποίοι είναι Αιολείς, έφεραν μέσα στην πολιτεία τους από την Άβυδο οπλίτες που πέρασαν από το όρος Ίδη. Τους Αντανδρίους τούς καταπίεζε ο Πέρσης Αρσάκης, ύπαρχος του Τισσαφέρνη. Αυτός ο ίδιος ο Αρσάκης είχε κάνει το εξής στους Δηλίους, οι οποίοι είχαν αναγκαστεί να φύγουν από την Δήλο και να εγκατασταθούν στο Αδραμύττιο όταν οι Αθηναίοι είχαν κάνει την κάθαρση της Δήλου Προσποιήθηκε ότι θα ξεκινούσε εναντίον ενός εχθρού που δεν φανέρωνε και παράγγειλε στους καλύτερους από τους Δηλίους να τον ακολουθήσουν σαν φίλοι και σύμμαχοι. Τους παραφύλαξε την ώρα που έτρωγαν, τους περικύκλωσε με δικούς του ανθρώπους και τους σκότωσε με ακόντια. [8.108.5] Οι Αντάνδριοι τον φοβόνταν γι᾽ αυτό, μήπως κάνει κάτι τέτοιο και εναντίον τους. Τους είχε επιβάλει και φόρους που δεν μπορούσαν να πληρώσουν. Γι᾽ αυτό έδιωξαν την περσική φρουρά από την ακρόπολή τους.
[8.109.1] Ο Τισσαφέρνης κατάλαβε ότι και η ενέργεια αυτή ήταν έργο των Πελοποννησίων, όπως και τα όσα είχαν γίνει στην Μίλητο και την Κνίδο (από όπου είχαν εκδιωχθεί οι φρουρές του) και θεώρησε ότι ήταν μεγάλη η μεταξύ τους εχθρότητα. Φοβήθηκε μήπως του κάνουν και άλλο κακό. Δυσανασχετούσε επίσης με την σκέψη ότι ο Φαρνάβαζος, που τους είχε δεχτεί συμμάχους από λιγότερο καιρό και με μικρότερα έξοδα, μπορούσε να προσποριστεί περισσότερα οφέλη στον αγώνα του εναντίον των Αθηναίων. Σκόπευε, λοιπόν, να πορευτεί στον Ελλήσποντο και να τους βρει για να τους παραπονεθεί για τα όσα είχαν συμβεί στην Άντανδρο και για τις εναντίον του κατηγορίες, αλλά και να δικαιολογηθεί όσο μπορούσε καλύτερα για τα φοινικικά καράβια και για όλα τα άλλα ζητήματα. Πήγε πρώτα στην Έφεσο, όπου έκανε θυσία στην Άρτεμη. [8.109.2] [Όταν τελειώσει ο χειμώνας που ακολουθεί μετά από τούτο το καλοκαίρι, συμπληρώνεται το εικοστό πρώτο έτος του πολέμου].

407