Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (1081-1122)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΦΙ. ὦ κοίλας πέτρας γύαλον [στρ. α]
θερμὸν καὶ παγετῶδες, ὥς
σ᾽ οὐκ ἔμελλον ἄρ᾽, ὦ τάλας,
λείψειν οὐδέποτ᾽, ἀλλά μοι
1085καὶ θνῄσκοντι συνείσῃ.
ὤμοι μοί μοι.
ὦ πληρέστατον αὔλιον
λύπας τᾶς ἀπ᾽ ἐμοῦ τάλαν,
τίπτ᾽ αὖ μοι τὸ κατ᾽ ἦμαρ
1090ἔσται; τοῦ ποτε τεύξομαι
σιτονόμου μέλεος πόθεν ἐλπίδος;
εἴτ᾽ αἰθέρος ἄνω
πτωκάδες ὀξυτόνου διὰ πνεύματος
ἐλῶσί μ᾽· οὐδ᾽ ἔτ᾽ ἰσχύς.
1095ΧΟ. σύ τοι σύ τοι κατηξίω-
σας, ὦ βαρύποτμ᾽· οὐκ
ἄλλοθεν ἁ τύχα ἅδ᾽ ἀπὸ μείζονος·
εὖτέ γε παρὸν φρονῆσαι
λῴονος δαίμονος εἵ-
1100λου τὸ κάκιον αἰνεῖν.

ΦΙ. ὦ τλάμων τλάμων ἄρ᾽ ἐγὼ [ἀντ. α]
καὶ μόχθῳ λωβατός, ὃς ἤ-
δη μετ᾽ οὐδενὸς ὕστερον
ἀνδρῶν εἰσοπίσω τάλας
1105ναίων ἐνθάδ᾽ ὀλοῦμαι,
αἰαῖ αἰαῖ,
οὐ φορβὰν ἔτι προσφέρων,
οὐ πτανῶν ἀπ᾽ ἐμῶν ὅπλων
1110κραταιαῖς μετὰ χερσὶν
ἴσχων· ἀλλά μοι ἄσκοπα
κρυπτά τ᾽ ἔπη δολερᾶς ὑπέδυ φρενός·
ἰδοίμαν δέ νιν,
τὸν τάδε μησάμενον, τὸν ἴσον χρόνον
1115ἐμὰς λαχόντ᾽ ἀνίας.
ΧΟ. πότμος ‹πότμος› σε δαιμόνων
τάδ᾽, οὐδὲ σέ γε δόλος
ἔσχ᾽ ὑπὸ χειρὸς ἐμᾶς. στυγερὰν ἔχε
1120δύσποτμον ἀρὰν ἐπ᾽ ἄλλοις.
καὶ γὰρ ἐμοὶ τοῦτο μέλει,
μὴ φιλότητ᾽ ἀπώσῃ.


ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΦΙΛ. Ω σπηλιά του βράχου, κατοικιά μου
με λιοπύρια και με παγωνιές,
δε μου μέλλονταν λοιπόν ποτέ,
συφορά μου! να σ᾽ αφήσω,
μα αυτού μέσα θα με δεις
και τα μάτια μου να κλείσω.
Αχ, αλίμονο, αχ αλί,
αχ φτωχή σπηλιά παραγεμάτη
απ᾽ τον πόνο το δικό μου,
τί απ᾽ εδώ και μπρος θενά ᾽χω
για καθημερνό μου;
1090Τί να βρω; Ποιά ελπίδα μ᾽ απομένει
για θροφή και ποιοί να με φροντίσουν;
όταν και τα ολόφοβα πουλιά
μες απ᾽ τον ανταριασμένον ουρανό
εμένα για θροφή θα κυνηγήσουν;
Αχ, πια δε βαστώ!
ΧΟΡ. Μόνος σου, μόνος σου το θέλησες,
βαριόμοιρε, κι άλλος κανείς
τρανότερός σου δε σ᾽ ανάγκασε
σ᾽ αυτή τη θέση να βρεθείς·
κι ενώ στο χέρι σου ήτανε
να φανείς φρόνιμος, εσύ
αντίς τη μοίρα την καλύτερη
1100επήγες το χειρότερο να προτιμήσεις.

ΦΙΛ. Αχ βαριόμοιρος, βαριόμοιρος εγώ
κι απ᾽ τη δυστυχία αφανισμένος,
που εδώ τώρα πάντα μου, όσο ζω,
για όλο τον κατοπινό καιρό
θενα μένω από τον κόσμο χωρισμένος
δίχως κανενός τη συντροφιά.
Αχ αλίμονο, αχ αλί,
που δε θα ᾽χω για το στόμα μου
τίποτα να φέρνω πια
με τα φτερωτά μου βέλη,
1110που στα χέρια μου κρατούσα τα γερά·
μα έτσι απρόβλεφτα με πλάνεψαν
χωστά λόγια από μια δίβουλη ψυχή,
που είθε αυτός που τα πλεμάτια
μὄχει στήσει αυτά,
σε ίδια να τον δω πιασμένο κι όσο εγώ καιρό
μέσα να σπαρνά.
ΧΟΡ. Από θεού, θεού θέλημα σου λάχανε
όσα παθαίνεις και κανένα
το χέρι εμάς δόλο δε σου ᾽πλεξε
κι αυτές σου τις κακόχρονες
1120φριχτές κατάρες γι᾽ άλλους φύλαξέ τις·
γιατ᾽ εγώ τίποτ᾽ άλλο στην καρδιά
δεν έχω παρά μόνο αυτό:
να μη θελήσεις τη φιλία μας ν᾽ αποστρέψεις.