ΤΡΙΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΦΙΛ. Ω σπηλιά του βράχου, κατοικιά μου
με λιοπύρια και με παγωνιές,
δε μου μέλλονταν λοιπόν ποτέ,
συφορά μου! να σ᾽ αφήσω,
μα αυτού μέσα θα με δεις
και τα μάτια μου να κλείσω.
Αχ, αλίμονο, αχ αλί,
αχ φτωχή σπηλιά παραγεμάτη
απ᾽ τον πόνο το δικό μου,
τί απ᾽ εδώ και μπρος θενά ᾽χω
για καθημερνό μου;
1090Τί να βρω; Ποιά ελπίδα μ᾽ απομένει
για θροφή και ποιοί να με φροντίσουν;
όταν και τα ολόφοβα πουλιά
μες απ᾽ τον ανταριασμένον ουρανό
εμένα για θροφή θα κυνηγήσουν;
Αχ, πια δε βαστώ!
ΧΟΡ. Μόνος σου, μόνος σου το θέλησες,
βαριόμοιρε, κι άλλος κανείς
τρανότερός σου δε σ᾽ ανάγκασε
σ᾽ αυτή τη θέση να βρεθείς·
κι ενώ στο χέρι σου ήτανε
να φανείς φρόνιμος, εσύ
αντίς τη μοίρα την καλύτερη
1100επήγες το χειρότερο να προτιμήσεις.
ΦΙΛ. Αχ βαριόμοιρος, βαριόμοιρος εγώ
κι απ᾽ τη δυστυχία αφανισμένος,
που εδώ τώρα πάντα μου, όσο ζω,
για όλο τον κατοπινό καιρό
θενα μένω από τον κόσμο χωρισμένος
δίχως κανενός τη συντροφιά.
Αχ αλίμονο, αχ αλί,
που δε θα ᾽χω για το στόμα μου
τίποτα να φέρνω πια
με τα φτερωτά μου βέλη,
1110που στα χέρια μου κρατούσα τα γερά·
μα έτσι απρόβλεφτα με πλάνεψαν
χωστά λόγια από μια δίβουλη ψυχή,
που είθε αυτός που τα πλεμάτια
μὄχει στήσει αυτά,
σε ίδια να τον δω πιασμένο κι όσο εγώ καιρό
μέσα να σπαρνά.
ΧΟΡ. Από θεού, θεού θέλημα σου λάχανε
όσα παθαίνεις και κανένα
το χέρι εμάς δόλο δε σου ᾽πλεξε
κι αυτές σου τις κακόχρονες
1120φριχτές κατάρες γι᾽ άλλους φύλαξέ τις·
γιατ᾽ εγώ τίποτ᾽ άλλο στην καρδιά
δεν έχω παρά μόνο αυτό:
να μη θελήσεις τη φιλία μας ν᾽ αποστρέψεις.
|