ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡ. Και της Δανάης το κορμί υπόμενε
να κάνει αλλαξιά το φως τ᾽ ουρανού
με χαλκοδεμένη κατοικία.
Κρυμμένη σ᾽ έναν θάλαμο σαν τάφο την εκλείσαν
κι ας ήταν κι από γενιά τιμημένη, κόρη μου,
950και μέσα της εφύλαγε του Δία τη χρυσόχυτη γυνή.
Είναι την φοβερή η δύναμη της μοίρας,
και ούτε πλούτος, ούτ᾽ ο Άρης, ούτε πύργος
μπορούν να της ξεφύγουν,
και ούτε τα μαύρα καράβια, τα θαλασσοδαρμένα.
Και τον χολιασμένο γιο του Δρίαντα,
τον βασιλιά των Ηδωνών
επειδή περίπεξε, τον έδεσε σε πέτρινα
βρόχια ο Διόνυσος
κι έτσι ξεθυμαίνει της μανίας του
η τρομερή κι ανημέρευτη λύσσα.
960Και εκείνος το κατάλαβε έπειτα
πως θεό επρόσβαλε στην τρέλα του
με γλώσσα περγελάστρα
τότες που εμπόδιζε τις θεομέθυστες γυναίκες
στη βακχική φωτιά
κι ερέθιζε τις Μούσες π᾽ αγαπούνε τον αυλό.
Κοντά στους μαυροκύανους βράχους
που δυο θάλασσες αδερφώνουν
είν᾽ οι αχτές του Βόσπορου
και των Θρακών ο αφιλόξενος Σαλμυδησσός.
970Εκεί ο Άρης που τη χώρα παραστέκει
είδε στα δυο παιδιά του Φινέα
τη θεοκατάρατη πληγή που τους άνοιξε
η άγρια του γυναίκα σαν τα τύφλωσε,
βγάζοντας, η κακούργα, τις κόρες των ματιών τους
χωρίς λόγχες, όχι, παρά με τα νύχια της τα ματωμένα
και με της σαΐτας τα μυτερά βελόνια.
Κι έλιωναν τα άμοιρα
και την άθλια συφορά τους έκλαιγαν
980που για κακό τα γέννησε η μάνα τους,
κι ωστόσο είχε κι αυτηνής η γενιά να κάνει
με τους αρχαιογεννημένους Ερεχθείδες,
κι αναστήθηκε μέσα σ᾽ απόμαυρες σπηλιές
που γύρω φυσομανούνε του πατέρα της οι σίφουνες
η κόρη του Βοριά, σαν άλογο γοργόποδο
πηδώντας πάνω στους γκρεμνούς,
των θεών η κόρη·
αλλά και σ᾽ αυτήν επάνω πέσανε οι μοίρες οι πολύχρονες,
παιδί μου.
|