Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἀντιγόνη (944-987)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΤΕΤΑΡΤΟΝ


ΧΟ. ἔτλα καὶ Δανάας οὐράνιον φῶς [στρ. α]
945ἀλλάξαι δέμας ἐν χαλκοδέτοις
αὐλαῖς· κρυπτομένα δ᾽ ἐν
τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη·
καίτοι ‹καὶ› γενεᾷ τί-
μιος, ὦ παῖ παῖ,
καὶ Ζηνὸς ταμιεύε-
950σκε γονὰς χρυσορύτους.
ἀλλ᾽ ἁ μοιριδία τις
δύνασις δεινά·
οὔτ᾽ ἄν νιν ὄλβος οὔτ᾽ Ἄρης,
οὐ πύργος, οὐχ ἁλίκτυποι
κελαιναὶ νᾶες ἐκφύγοιεν.

ζεύχθη δ᾽ ὀξύχολος παῖς ὁ Δρύαντος, [ἀντ. α] 955
Ἠδωνῶν βασιλεύς, κερτομίοις
ὀργαῖς ἐκ Διονύσου
πετρώδει κατάφαρκτος ἐν δεσμῷ.
οὕτω τᾶς μανίας δει-
νὸν ἀποστάζει
960ἀνθηρόν τε μένος. κεῖ-
νος ἐπέγνω μανίαις
ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερ-
τομίοις γλώσσαις.
παύεσκε μὲν γὰρ ἐνθέους
γυναῖκας εὔιόν τε πῦρ,
965φιλαύλους τ᾽ ἠρέθιζε Μούσας.

παρὰ δὲ κυανέαιν σπιλάδοιν διδύμας ἁλὸς [στρ. β]
ἀκταὶ Βοσπόριαι ἰδ᾽ ὁ Θρῃκῶν ‹ἠιὼν›
970Σαλμυδησσός, ἵν᾽ ἀγχίπολις Ἄρης
δισσοῖσι Φινεΐδαις
εἶδεν ἀρατὸν ἕλκος
τυφλωθὲν ἐξ ἀγρίας δάμαρτος
ἀλαὸν ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις
975ἀραχθέντων ὑφ᾽ αἱματηραῖς-
χείρεσσι καὶ κερκίδων ἀκμαῖσιν.

κατὰ δὲ τακόμενοι μέλεοι μελέαν πάθαν [ἀντ. β]
980κλαῖον, ματρὸς ἔχοντες ἀνύμφευτον γονάν·
ἁ δὲ σπέρμα μὲν ἀρχαιογόνων
ἄντασ᾽ Ἐρεχθεϊδᾶν,
τηλεπόροις δ᾽ ἐν ἄντροις
τράφη θυέλλῃσιν ἐν πατρῴαις
985Βορεὰς ἅμιππος ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου
θεῶν παῖς· ἀλλὰ κἀπ᾽ ἐκείνᾳ
Μοῖραι μακραίωνες ἔσχον, ὦ παῖ.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Το ᾽παθε κι η Δανάη να στερηθεί
το ουράνιο φως μες σε χαλκόδετες ειρκτές
και στο ζυγό υποτάχτηκε, να ζει
κρυμμένη μες σε θάλαμο σαν τάφο·
κι όμως, ω κόρη, ήταν κι αυτή τρανή γενιά
και φύλαε θησαυρό στον κόρφο της
950του Δία το σπέρμα, τη χρυσοβροχή·
μα η δύναμη της Μοίρας φοβερή
κι ούτε αρχοντιά ούτε Άρης ούτε κάστρα
ούτε γοργά καράβια κυματόδαρτα
δεν είναι μπορετό να της ξεφύγουν.

Γνώρισε το ζυγό της και του Δρύαντα ο γιος,
ο αψίχολος των Ηδωνών ο βασιλιάς,
που για τις βλαστημιές του τις παράφορες
κλείστηκε απ᾽ το Διόνυσο δεσμώτης
μέσα σε πέτρινη σπηλιά· κι έτσι σταλιά σταλιά
ρεύει το φοβερό το θρασομάνισμά του
και τ᾽ άγριο φούντωμα της λύσσας του,
960κι ένιωσε που ήταν τρέλα, το Θεό
με βλάστημη να ᾽γγίξει γλώσσα, γιατί μπόδιζε
τις ένθεες τις γυναίκες και τις βακχικές φωτιές
κι ερέθιζε τις φίλαυλες τις Μούσες.

Δώθε απ᾽ τους Μαύρους βράχους της διπλής
της θάλασσας είναι του Βόσπορου οι ακτές
κι ο εχθρόξενος Σαλμυδησσός της Θράκης,
970εκεί όπου ο Άρης ο γειτονικός
είδε το άθεο το πάθημα των δυο των Φινειδών,
που η άγρια η μητριά των
τους τύφλωσε χτυπώντας τούς ανεύφραντους
τους κύκλους τω ματιών των
με τα ματοβαμμένα χέρια της
και με τις μυτερές σαΐτες τ᾽ αργαλειού της.

Κι έλιωναν κλαίοντας οι βαριόμοιροι
τη μαύρη τους τη μοίρα, που ᾽χαν γεννηθεί
980από μητέρα κακοπαντρεμένη·
κι αυτή ήταν σπέρμα των αρχαίων Ερεχθειδών
και μες σ᾽ απόμακρες μεγάλωσε σπηλιές
με του πατέρα της Βορά τις μπόρες
και πιο γοργή από άλογα έτρεχε
πάνω απ᾽ τα ορθόψηλα τα βράχια,
θεών παιδί· μα και σε κείνη απάνω πέσανε
οι προαιώνιες Μοίρες, κόρη ω κόρη.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Και της Δανάης το κορμί υπόμενε
να κάνει αλλαξιά το φως τ᾽ ουρανού
με χαλκοδεμένη κατοικία.
Κρυμμένη σ᾽ έναν θάλαμο σαν τάφο την εκλείσαν
κι ας ήταν κι από γενιά τιμημένη, κόρη μου,
950και μέσα της εφύλαγε του Δία τη χρυσόχυτη γυνή.
Είναι την φοβερή η δύναμη της μοίρας,
και ούτε πλούτος, ούτ᾽ ο Άρης, ούτε πύργος
μπορούν να της ξεφύγουν,
και ούτε τα μαύρα καράβια, τα θαλασσοδαρμένα.

Και τον χολιασμένο γιο του Δρίαντα,
τον βασιλιά των Ηδωνών
επειδή περίπεξε, τον έδεσε σε πέτρινα
βρόχια ο Διόνυσος
κι έτσι ξεθυμαίνει της μανίας του
η τρομερή κι ανημέρευτη λύσσα.
960Και εκείνος το κατάλαβε έπειτα
πως θεό επρόσβαλε στην τρέλα του
με γλώσσα περγελάστρα
τότες που εμπόδιζε τις θεομέθυστες γυναίκες
στη βακχική φωτιά
κι ερέθιζε τις Μούσες π᾽ αγαπούνε τον αυλό.

Κοντά στους μαυροκύανους βράχους
που δυο θάλασσες αδερφώνουν
είν᾽ οι αχτές του Βόσπορου
και των Θρακών ο αφιλόξενος Σαλμυδησσός.
970Εκεί ο Άρης που τη χώρα παραστέκει
είδε στα δυο παιδιά του Φινέα
τη θεοκατάρατη πληγή που τους άνοιξε
η άγρια του γυναίκα σαν τα τύφλωσε,
βγάζοντας, η κακούργα, τις κόρες των ματιών τους
χωρίς λόγχες, όχι, παρά με τα νύχια της τα ματωμένα
και με της σαΐτας τα μυτερά βελόνια.

Κι έλιωναν τα άμοιρα
και την άθλια συφορά τους έκλαιγαν
980που για κακό τα γέννησε η μάνα τους,
κι ωστόσο είχε κι αυτηνής η γενιά να κάνει
με τους αρχαιογεννημένους Ερεχθείδες,
κι αναστήθηκε μέσα σ᾽ απόμαυρες σπηλιές
που γύρω φυσομανούνε του πατέρα της οι σίφουνες
η κόρη του Βοριά, σαν άλογο γοργόποδο
πηδώντας πάνω στους γκρεμνούς,
των θεών η κόρη·
αλλά και σ᾽ αυτήν επάνω πέσανε οι μοίρες οι πολύχρονες,
παιδί μου.


ΤΕΤΑΡΤΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


[Ο Κ. Μάνος δεν μεταφράζει το τέταρτο στάσιμο]