ΗΡΑ. Άκου λοιπόν τί έχεις εσύ να κάμεις
κι ήρθ᾽ η ώρα να το δείξεις αν αξίζεις
στ᾽ αλήθεια να σε λένε γιο δικό μου.
Εμένα ειχε ο πατέρας μου από χρόνια
δώσει χρησμό πως ζωντανός κανένας
1160τη ζωή δε θα μου ᾽παιρνε, μα κάποιος
που θα ᾽τανε στον Άδη, πεθαμένος.
Αυτός λοιπόν ο Κένταυρος, έτσι όπως
ήταν ο θείος χρησμός, μ᾽ έχει σκοτώσει
το ζωντανόν εμένα ο πεθαμένος.
Μα θα σου πω και νέους χρησμούς, που βγαίνουν
σαν τους παλιούς και συμφωνούν μαζί τους,
που έλαβ᾽ απ᾽ την πολύφωνη τη δρύα
του Δωδωναίου τού Δία, τότε που πήγα
στων βουνίσιων Σελλών το άγιο το δάσος
και τους φυλάω γραμμένους· λοιπόν λένε
πως αυτό τον καιρό που είμαστε τώρα
θενά ᾽βρω απαλλαγή απ᾽ τα βάσανά μου
1170πού ειχα ως τώρα· μα αυτό δεν ήταν
τίποτ᾽ άλλο, παρά πως θα πεθάνω·
γιατ᾽ οι νεκροί βάσανα πια δεν έχουν.
Αφού λοιπόν αυτοί οι χρησμοί, παιδί μου,
φανερά βγαίνουν, πρέπει και συ τώρα
να μου συντρέξεις δίχως ν᾽ αντιτείνεις
κι ερεθίσεις τη γλώσσα μου, μα δώσε
τη σύμπραξή σου πρόθυμα, να δείξεις
πώς είναι ο πιο καλός για σένα νόμος,
να πειθαρχούν τα τέκνα στον πατέρα.
ΥΛΛ. Αν και τρέμω, πατέρα, σε τί θέση
τα λόγια σου με βάζουν, θα υπακούσω
1180σ᾽ ό,τι προστάξεις. ΗΡΑ. Λοιπόν πρώτα-πρώτα
δώσ᾽ το χέρι σου εδώ. ΥΛΛ. Και για ποιό λόγο
τόση πολλή να δίνεις σημασία
στη βεβαίωση αυτή; ΗΡΑ. Δε θα το δώσεις
γρήγορα κι ας σου λείπουν οι υποψίες;
ΥΛΛ. Νά, σου το δίνω και δε σου αντιλέγω.
ΗΡΑ. Τώρα ορκίσου στην κεφαλή του Δία
που με ᾽γέννα —. ΥΛΛ. Πως τί πρέπει να κάμω;
δε θα μου το εξηγήσεις; ΗΡΑ. Πως θα κάμεις
αυτό που θα σου πω και θα μ᾽ ακούσεις.
ΥΛΛ. Τ᾽ ορκίζομαι και παίρνω μάρτυρά μου
το Δία. ΗΡΑ. Κι αν τον όρκο σου πατήσεις,
εύχου να σ᾽ εύρουν συφορές μεγάλες.
ΥΛΛ. Δε θα μ᾽ εύρουν· γιατί θενα το κάμω·
1190το εύχομαι όμως. ΗΡΑ. Λοιπόν, ξέρεις της Οίτης
την πιο ψηλή ιερή κορφή του Δία;
ΥΛΛ. Την ξέρω, γιατί στάθηκα εκεί πάνω
πολλές φορές, για να κάμω θυσία.
|