ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΟΡΕ. Καλά να μας οδήγησαν, γυναίκες,
και τραβούμε σωστά για κει που θέμε;
1100ΧΟΡ. Και τί ζητάς; τί θες να μάθεις, ξένε;
ΟΡΕ. Ώρες ζητώ την κατοικία του Αιγίστου.
ΧΟΡ. Ήρθες καλά και δε σ᾽ έχει γελάσει
όποιος σ᾽ οδήγησε. ΟΡΕ. Λοιπόν, ποιά τώρα
θα πήγαινε από σας να ειδοποιήσει
στους μέσα για τον ερχομό των δυο μας,
που τόσο θα χαρούν; ΧΟΡ. Αυτή, αν πρέπει
την είδηση να φέρει ο πιο δικός των.
ΟΡΕ. Πήγαινε λοιπόν μέσα εσύ, γυναίκα,
και πες τους πως δυο ξένοι απ᾽ τη Φωκίδα
τον Αίγιστο ζητούν. ΗΛΕ. Αλίμονό μου!
Δε φέρνετε, θαρρώ, τις αποδείξεις
γι᾽ αυτά τα νέα που μάθαμε; ΟΡΕ. Δεν ξέρω
1110για ποιά νέα μιλείς, μα εμένα κάποια
μου ανάθεσ᾽ εντολή ο γέρο Στρόφιος
για τον Ορέστη. ΗΛΕ. Για τί πράμα, ξένε;
ποιός φόβος, αχ, γλιστρά μες στην καρδιά μου!
ΟΡΕ. Μες στη μικρή την κάλπη αυτή που βλέπεις,
φέρνομε τα φτωχά τ᾽ απομεινάρια
απ᾽ το νεκρό του. ΗΛΕ. Οϊμέ, οϊμένα! αυτό ειναι!
φως φανερή, χεροπιαστή μπροστά μου,
τη βλέπω, ως φαίνεται, τη συφορά μου.
ΟΡΕ. Αν κλαις για τα παθήματα του Ορέστη,
ξέρε το πως η κάλπη αυτή σκεπάζει
το σώμα του. ΗΛΕ. Ξένε μου, σε ξορκίζω,
δώσ᾽ μου την, αν εκείνον κρύβει μέσα,
1120να την πάρω στα χέρια, για να κλάψω
και θρηνήσω, μαζί μ᾽ αυτή τη στάχτη
τον εαυτό μου κι όλη τη γενιά μας.
ΟΡΕ. Δώσε την, όποια να ᾽ναι· γιατί βέβαια
δεν τη ζητά σα να τον είχε σ᾽ έχθρα,
μα ή φιλικό του πρόσωπο, ή απ᾽ το ίδιο
το αίμα καμιά θενά ᾽ναι συγγενής του.
|