Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (1098-1125)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ


ΟΡ. ἆρ᾽, ὦ γυναῖκες, ὀρθά τ᾽ εἰσηκούσαμεν
ὀρθῶς θ᾽ ὁδοιποροῦμεν ἔνθα χρῄζομεν;
1100ΧΟ. τί δ᾽ ἐξερευνᾷς καὶ τί βουληθεὶς πάρει;
ΟΡ. Αἴγισθον ἔνθ᾽ ᾤκηκεν ἱστορῶ πάλαι.
ΧΟ. ἀλλ᾽ εὖ θ᾽ ἱκάνεις χὡ φράσας ἀζήμιος.
ΟΡ. τίς οὖν ἂν ὑμῶν τοῖς ἔσω φράσειεν ἂν
ἡμῶν ποθεινὴν κοινόπουν παρουσίαν;
1105ΧΟ. ἥδ᾽, εἰ τὸν ἄγχιστόν γε κηρύσσειν χρεών.
ΟΡ. ἴθ᾽, ὦ γύναι, δήλωσον εἰσελθοῦσ᾽ ὅτι
Φωκῆς ματεύουσ᾽ ἄνδρες Αἴγισθόν τινες.
ΗΛ. οἴμοι τάλαιν᾽, οὐ δή ποθ᾽ ἧς ἠκούσαμεν
φήμης φέροντες ἐμφανῆ τεκμήρια;
1110ΟΡ. οὐκ οἶδα τὴν σὴν κληδόν᾽· ἀλλά μοι γέρων
ἐφεῖτ᾽ Ὀρέστου Στροφίος ἀγγεῖλαι πέρι.
ΗΛ. τί δ᾽ ἔστιν, ὦ ξέν᾽; ὥς μ᾽ ὑπέρχεται φόβος.
ΟΡ. φέροντες αὐτοῦ σμικρὰ λείψαν᾽ ἐν βραχεῖ
τεύχει θανόντος, ὡς ὁρᾷς, κομίζομεν.
1115ΗΛ. οἲ ᾽γὼ τάλαινα, τοῦτ᾽ ἐκεῖν᾽ ἤδη σαφές·
πρόχειρον ἄχθος, ὡς ἔοικε, δέρκομαι.
ΟΡ. εἴπερ τι κλαίεις τῶν Ὀρεστείων κακῶν,
τόδ᾽ ἄγγος ἴσθι σῶμα τοὐκείνου στέγον.
ΗΛ. ὦ ξεῖνε, δός νυν πρὸς θεῶν, εἴπερ τόδε
1120κέκευθεν αὐτὸν τεῦχος, ἐς χεῖρας λαβεῖν,
ὅπως ἐμαυτὴν καὶ γένος τὸ πᾶν ὁμοῦ
ξὺν τῇδε κλαύσω κἀποδύρωμαι σποδῷ.
ΟΡ. δόθ᾽, ἥτις ἐστί, προσφέροντες· οὐ γὰρ ὡς
ἐν δυσμενείᾳ γ᾽ οὖσ᾽ ἐπαιτεῖται τόδε,
1125ἀλλ᾽ ἢ φίλων τις, ἢ πρὸς αἵματος φύσιν.


ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΟΡΕ. Καλά να μας οδήγησαν, γυναίκες,
και τραβούμε σωστά για κει που θέμε;
1100ΧΟΡ. Και τί ζητάς; τί θες να μάθεις, ξένε;
ΟΡΕ. Ώρες ζητώ την κατοικία του Αιγίστου.
ΧΟΡ. Ήρθες καλά και δε σ᾽ έχει γελάσει
όποιος σ᾽ οδήγησε. ΟΡΕ. Λοιπόν, ποιά τώρα
θα πήγαινε από σας να ειδοποιήσει
στους μέσα για τον ερχομό των δυο μας,
που τόσο θα χαρούν; ΧΟΡ. Αυτή, αν πρέπει
την είδηση να φέρει ο πιο δικός των.
ΟΡΕ. Πήγαινε λοιπόν μέσα εσύ, γυναίκα,
και πες τους πως δυο ξένοι απ᾽ τη Φωκίδα
τον Αίγιστο ζητούν. ΗΛΕ. Αλίμονό μου!
Δε φέρνετε, θαρρώ, τις αποδείξεις
γι᾽ αυτά τα νέα που μάθαμε; ΟΡΕ. Δεν ξέρω
1110για ποιά νέα μιλείς, μα εμένα κάποια
μου ανάθεσ᾽ εντολή ο γέρο Στρόφιος
για τον Ορέστη. ΗΛΕ. Για τί πράμα, ξένε;
ποιός φόβος, αχ, γλιστρά μες στην καρδιά μου!
ΟΡΕ. Μες στη μικρή την κάλπη αυτή που βλέπεις,
φέρνομε τα φτωχά τ᾽ απομεινάρια
απ᾽ το νεκρό του. ΗΛΕ. Οϊμέ, οϊμένα! αυτό ειναι!
φως φανερή, χεροπιαστή μπροστά μου,
τη βλέπω, ως φαίνεται, τη συφορά μου.
ΟΡΕ. Αν κλαις για τα παθήματα του Ορέστη,
ξέρε το πως η κάλπη αυτή σκεπάζει
το σώμα του. ΗΛΕ. Ξένε μου, σε ξορκίζω,
δώσ᾽ μου την, αν εκείνον κρύβει μέσα,
1120να την πάρω στα χέρια, για να κλάψω
και θρηνήσω, μαζί μ᾽ αυτή τη στάχτη
τον εαυτό μου κι όλη τη γενιά μας.
ΟΡΕ. Δώσε την, όποια να ᾽ναι· γιατί βέβαια
δεν τη ζητά σα να τον είχε σ᾽ έχθρα,
μα ή φιλικό του πρόσωπο, ή απ᾽ το ίδιο
το αίμα καμιά θενά ᾽ναι συγγενής του.