1120ΜΕ. Ψήλωσε του τοξότη ο νους, καταπώς φαίνεται.
ΤΕΥ. Δεν το νομίζω πως ασκώ βάναυση τέχνη.
ΜΕ. Κι άλλο θα φούσκωνε ο κομπασμός σου,
αν κράταγες ασπίδα.
ΤΕΥ. Κι ακάλυπτος, θα τα ᾽βαζα μ᾽ εσένα πάνοπλο.
ΜΕ. Η γλώσσα τρέφει το παράτολμό σου θάρρος.
ΤΕΥ. Έχοντας με το μέρος μου το δίκαιο,
μπορώ να ᾽μαι περήφανος.
ΜΕ. Το δίκαιο διεκδίκησε αυτός σκοτώνοντάς με;
ΤΕΥ. Σκοτώνοντας; λόγος παράλογος, αν όντως
πεθαμένος ζεις.
ΜΕ. Ένας θεός εμένα μ᾽ έσωσε· μ᾽ αυτόν θα ᾽μουνα
τώρα ξοφλημένος.
ΤΕΥ. Μην ατιμάζεις τότε τους θεούς, αν στους θεούς
χρωστάς που σώθηκες.
1130ΜΕ. Νομίζεις θα καταφρονούσα εγώ τους νόμους των θεών;
ΤΕ. Αν δεν αφήσεις να ταφούν οι πεθαμένοι.
ΜΕ. Αν οι νεκροί είναι εχθροί, τότε η ταφή τους περισσεύει.
ΤΕΥ. Λες πως ο Αίας φάνηκε ποτέ εχθρός σου;
ΜΕ. Ναι, με μισούσε αυτός και τον μισούσα
—το ήξερες κι εσύ.
ΤΕΥ. Γιατί να κλέβεις πιάστηκες νοθεύοντας τις ψήφους.
ΜΕ. Είναι των δικαστών το σφάλμα αυτό, όχι δικό μου.
ΤΕΥ. Μπορείς κι εσύ να κάνεις στα κρυφά πολλές απάτες.
ΜΕ. Σε κάποιον θα στοιχίσει αυτός ο λόγος ακριβά.
ΤΕΥ. Όχι ακριβώς σ᾽ εμένα· άλλος θα το πληρώσει
μάλλον ακριβότερα.
ΜΕ. Ένα σου λέω μόνον: αυτόν εδώ δεν πρέπει
1140να τον θάψεις.
ΤΕΥ. Ένα κι εγώ σου λέω, κι άκου:
αυτός που βλέπεις θα ταφεί.
ΜΕ. Γνώρισα κάποιον κάποτε με γλώσσα ασύστολη,
που ζόριζε τους ναύτες να ταξιδέψουν καταχείμωνο,
και που μετά το βούλωσε, όταν τους έπιασε η φουρτούνα,
οπότε λούφαξε, κι αφέθηκε να τον ποδοπατεί
ο κάθε ναυτικός. Έτσι κι εσύ, στόμα απύλωτο, όταν,
μετά από σύννεφο μικρό, ξεσπάσει μπόρα δυνατή,
θα σβήσει τις πολλές φωνές.
ΤΕΥ. Κι εγώ με τη σειρά μου κάποτε, έπεσα
1150σ᾽ άνθρωπο μωρό, που το ᾽παιζε αλαζονικός
μπροστά στη συμφορά του άλλου.
Κι όταν μετά τον είδε, κάποιος, με το δικό μου φυσικό,
του πέταξε αυτόν τον λόγο: ε φίλε, μην κακοποιείς
τους πεθαμένους, γιατί αν το κάνεις, να ᾽σαι σίγουρος
την έχεις άσχημα.
Μ᾽ αυτά τα λόγια νουθετούσε μπροστά του κάποιον μίζερο.
Βλέποντας γύρω μου, άλλος κανείς δεν είναι
αυτός που λέω, έξω από σένα — μήπως μιλώ μ᾽ αινίγματα;
ΜΕ. Φεύγω. Γιατί θα ᾽ταν ντροπή κάποιος να μάθει
πως εγώ επιμένω να σωφρονίσω κάποιον με τα λόγια,
1160ενώ του αρμόζει η βία.
ΤΕΥ. Τράβα λοιπόν. Γιατί κι εγώ νιώθω πως είναι
μεγαλύτερη ντροπή ν᾽ ακούω τζάμπα κάποιον
μωρίες ν᾽ αραδιάζει.
|