ΣΙΜ. Κι εγώ πια, μά την Άρτεμη, θα πάω.
Και θα κείτεσαι μόνος, τέτοιος που είσαι.
Μες στο ιερό ζητούσαν να σε πάρουν,
κι εσύ όχι κι όχι· συμφορά θα γίνει
και πάλι, και χειρότερη απ᾽ την πρώτη.
ΓΕΤ. Εγώ θα πάω κοντά, να δω τί κάνει.
Κάνει λίγα βήματα προς το σπίτι του Κνήμωνα,
αλλά σταματά, γιατί ένας αυλητής βγήκε
από το ιερό και παίζει τον αυλό.
880Βρε, τί μου παίζεις τον αυλό; Καιρό δεν έχω ακόμα.
Με στέλνουν δίπλα, ξέρε το, στον άρρωστο· σταμάτα.
ΣΙΜ. Ναι, συντροφιά από σας κανείς ας πάει να του κρατήσει.
Του αφέντη μου παντρεύεται η κορούλα, και θα πάω
να την ξεπροβοδίσω εγώ, να της μιλήσω λίγο,
να τη φιλήσω, στο καλό να πω… ΓΕΤ. Καλά θα κάμεις·
το γέρο τον φροντίζω εγώ την ώρα που θα λείπεις.
Η Σιμίκη μπαίνει στο ιερό.
Σιγύρισμα που από καιρό σκοπό είχα να του κάμω.
Πηγαίνει και ρίχνει μια ματιά στο σπίτι του Κνήμωνα
και αμέσως ξαναγυρίζει προς το ιερό και φωνάζει.
Μάγερα! Σίκωνα! Έλα δω. Κουνήσου. — Ω Ποσειδώνα,
890τί αστείο που θα ᾽ναι, αλήθεια αυτό!
ΣΙΚ., βγαίνοντας από το ιερό
Ποιός με φωνάζει; ΓΕΤ. Εγώ ᾽μαι.
Θέλεις να βγάλεις το άχτι σου για το κακό που σου ᾽ρθε;
ΣΙΚ. Εμένα μου ήρθε, βρε, κακό; Δεν παρατάς τις σάχλες;
ΓΕΤ. Ο γέρος το στραβόξυλο κοιμάται μέσα μόνος.
ΣΙΚ. Πώς πάει; Σε τί κατάσταση; ΓΕΤ. Δεν είναι και για διάβα.
ΣΙΚ. Και δεν μπορεί να σηκωθεί, να πιάσει να μας δέρνει;
ΓΕΤ. Ούτε και να σταθεί, θαρρώ, στα πόδια του. ΣΙΚ. Τί ωραία!
Θες να τον κάμω έξω φρενών; Θα μπω να του ζητήσω…
ΓΕΤ. Κάλλιο, βρε φίλε, λέω εγώ, να τον τραβήξουμε έξω
κι αφού τον ακουμπήσουμε δω χάμω, να χτυπούμε
την πόρτα, να γυρεύουμε, κι εκείνος να σκυλιάσει.
900Βρε πλάκα που θα σπάσουμε. ΣΙΚ. Φοβούμαι το Γοργία·
θα μας τις βρέξει σα μας δει. ΓΕΤ. Και ποιός θ᾽ ακούσει; Μέσα
πίνουν και κάνουν σαματά. Το κάτω κάτω κιόλας
πρέπει να τον μερέψουμε· τώρα είναι πια δικός μας·
βλέπεις, συμπεθεριάσαμε. Μ᾽ αν μείνει πάντα τέτοιος,
να ᾽χουμε πρέπει υπομονή. ΣΙΚ. Σωστά.
Πηγαίνουν προς την πόρτα του Κνήμωνα.
ΓΕΤ. Το νου σου μόνο,
σα θα τον φέρνεις έξω εδώ, να μη σε δουν. Προχώρα.
ΣΙΚ. Κοντά κι εσύ, να ζεις· και μη μ᾽ αφήσεις και το σκάσεις.
Προς θεού, μην κάνεις θόρυβο. ΓΕΤ. Ναι, μά τη Γη· δεν κάνω.
Μπαίνουν στο σπίτι του Κνήμωνα και τον φέρνουν έξω κοιμισμένο.
Δεξιά. ΣΙΚ. Καλά. ΓΕΤ. Και βάλ᾽ τονε δω χάμω. Τώρα είν᾽ ώρα.
910Πρώτος, γιά δες, θα πάω εγώ. (Στον αυλητή.) Και το ρυθμό εσύ κράτα.
Χτυπά δυνατά την πόρτα και ταυτόχρονα φωνάζει.
Καλόπαιδα! Παιδί! Μικρέ! Κοπέλια! ΚΝΗ. (ξυπνώντας) Είμαι χαμένος.
|