Είπε, κι αμέσως έχυσε νερό στα χέρια τους, πρόθυμος παραγιός
του τιμημένου Μενελάου, ο Ασφαλίων,
κι εκείνοι απλώνουν χέρια καθαρά στο ετοιμασμένο φαγητό.
Τότε η Ελένη, θυγατέρα του Διός, στοχάστηκε άλλα·
220δίχως να περιμένει, ρίχνει στο κρασί τους, μέσα από εκείνο που έπιναν,
ένα βοτάνι που το πένθος σβήνει, τη χολή πραΰνει,
κι είναι της κάθε συμφοράς η λησμοσύνη.
Όποιος το καταπιεί, μες στον κρατήρα ανάμεικτο, ολόκληρη τη μέρα
αδάκρυτος θα μείνει· ακόμη κι αν του πέθανε μάνα, πατέρας·
ακόμη κι αν μπροστά του ξέσκιζε τον αδελφό του
ή και τον γιο του ο χαλκός του εχθρού,
κι αυτός τον έβλεπε μ᾽ έντρομα μάτια.
Τέτοια τα φάρμακα της θυγατέρας του Διός, θαυματουργά
και σπάνια, που της τα χάρισε η Πολυδάμνη, σύζυγος του Θώνα,
εκεί στην Αίγυπτο, όπου χωράφια εύφορα βότανα βγάζουν
230πάμπολλα και ανάμεικτα — πολλά καλά, πολλά φαρμακερά.
Εκεί ο καθένας τους είναι γιατρός, με γνώση κι αξεπέραστος
στον κόσμο ολόκληρο· γιατί η γενιά τους κατεβαίνει απ᾽ τον Παιήονα.
Τότε λοιπόν η Ελένη έριξε το βοτάνι στο κρασί τους, παράγγειλε
να τους κεράσουν, και πήρε πάλι αυτή τον λόγο να τους πει:
«Γιε του Ατρέα, ευγενικέ Μενέλαε, κι εσείς παιδιά
από λαμπρούς πατέρες· δίνει ο θεός άλλοτε σ᾽ άλλον
το καλό και το κακό, ο Δίας παντοδύναμος.
Καλύτερα λοιπόν να συνεχίσετε το δείπνο σε τούτο το παλάτι
καθισμένοι και να χαρείτε ιστορίες παλιές — εγώ θα σας διηγηθώ
κάποια που να ταιριάζει στην περίσταση.
240Δεν πρόκειται να εξιστορήσω τώρα, να πω με το όνομά τους,
όλους τους άθλους που κατόρθωσε με την υπομονή του ο Οδυσσέας·
τον ένα μόνο, αυτόν που τόλμησε κι έπραξε ο αντρείος εκείνος
στη χώρα εκεί της Τροίας, όπου τα πάθη του πολέμου
οι Αχαιοί υποφέρατε.
Μόνος του αυτός, πληγώνοντας το σώμα του με τις πιο άσχημες πληγές,
σ᾽ άθλια κουρέλια τύλιξε τους ώμους του, μοιάζοντας δούλος,
και γλίστρησε στην πόλη των εχθρών με τους μεγάλους δρόμους.
Έγινε άλλος άνθρωπος, την όψη παίρνοντας
ενός ζητιάνου (τέτοιον δεν θα ᾽βρισκες στα αργίτικα καράβια),
κι έτσι παραλλαγμένος χώθηκε στης Τροίας το κάστρο.
250Οι άλλοι όλοι σαστισμένοι παραμέρισαν· μόνη μου εγώ τον αναγνώρισα,
παρά την παραμόρφωσή του, και πήρα να τον δοκιμάζω
με τις ερωτήσεις μου· εκείνος όμως, πονηρός και ξύπνιος,
όλο μου ξέφευγε.
Και μόνο όταν πια τον έλουσα, τον άλειψα με λάδι,
τον έντυσα με ρούχα καθαρά, ορκίστηκα όρκο βαρύ
να μην τον φανερώσω πως βρίσκεται στους Τρώες ανάμεσα ο Οδυσσέας,
προτού γυρίσει πίσω στα γρήγορα καράβια του και στις σκηνές·
τότε μονάχα μου αποκάλυψε το τι είχαν βάλει οι Αχαιοί στον νου τους.
Κι αφού πετσόκοψε Τρώες πολλούς με το μακρύ του, κοφτερό σπαθί,
γύρισε στους Αργείους πίσω, ξέροντας πια πολύ καλά τον τόπο.
260Τσίριξαν τότε οι άλλες Τρωαδίτισσες· όμως εμένα γέμισε χαρά
η καρδιά μου· γιατί είχα αλλάξει μέσα μου, ήθελα πια
σπίτι μου να γυρίσω μετανιωμένη για την τύφλα μου, που μου τη φόρτωσε
η Αφροδίτη· όταν με πήρε να με φέρει εδώ, μακριά
απ᾽ τη γλυκιά πατρίδα μου και χωρισμένη από τη θυγατέρα μου,
από την κάμαρή μου, τον νόμιμο άντρα μου, που βέβαια δεν υπολείπεται
σε τίποτε κι από κανένα, μήτε στη γνώση του μήτε στην ομορφιά.»
Αμέσως μίλησε ο ξανθός Μενέλαος, της είπε:
«Όλα σου δίκαια και σωστά, γυναίκα, και καλά τα ιστόρησες.
Αλλά κι εγώ, που γνώρισα πολλών ανθρώπων γνώμη και γνώση,
γιατί τριγύρισα σε τόσα ξένα μέρη, ποτέ μου ως τώρα
τα μάτια μου δεν είδαν κάποιον που να ᾽χει την καρδιά
270του καρτερόψυχου Οδυσσέα.
Παράδειγμα το τι κατόρθωσε και πήρε επάνω του ο αντρείος εκείνος,
μέσα στο ξύλινο άλογο, όπου, δίχως εξαίρεση, καθήσαμε
απ᾽ τους Αργείους οι άριστοι, τον φόνο και τον θάνατο
να φέρουμε στους Τρώες.
Κι ήλθες εκεί κι εσύ· μπορεί και κάποιος δαίμονας να σε παρότρυνε,
που γύρευε τιμή και δόξα στους Τρώες να προσφέρει —
σ᾽ ακολουθούσε από κοντά ο Δηίφοβος θεόμορφος.
Έφερες τότε γύρο τρεις φορές, ψηλάφησαν τα δάχτυλά σου
την κοιλιά του αλόγου, και πήρες να καλείς με το όνομά τους
τους αριστείς των Δαναών,
με μια φωνή ολόιδια της γυναίκας καθενός Αργείου.
280Εγώ και του Τυδέα ο γιος κι ο θείος Οδυσσέας,
οι τρεις εκεί στη μέση καθισμένοι, σ᾽ ακούσαμε να μας καλείς.
Κι ενώ οι δυο μας πεταχτήκαμε, μας συνεπήρε ο πόθος ή έξω
από το άλογο να βγούμε ή από μέσα να σου αποκριθούμε,
ο Οδυσσέας μάς κρατούσε και τη λαχτάρα μας εμπόδιζε.
Τότε λοιπόν οι άλλοι, όλοι των Αχαιών οι γιοι μείναν βουβοί·
μόνος ο Άντικλος θέλησε να σου δώσει απόκριση· αλλά του φράζει
ο Οδυσσέας το στόμα με τα δυο του χέρια δυνατά,
έτσι γλιτώνοντας όλους τους Αχαιούς.
Και δεν τον άφησε, παρ᾽ όταν κι εσένα σ᾽ απομάκρυνε
η Αθηνά Παλλάδα.»
|