ΑΙΓΙΣΤΟΣ
Αλί μου, συμφορά!
ΧΟΡΟΣ
870Α, α! τί να γένηκε,
πώς να τέλειωσε μέσα το πράμα;
Μ᾽ ας τραβηχτούμε κι ό,τι να ᾽ναι παίρνει τέλος,
για να μην πέσει απάνω μας καμιά υποψία
για το κακό· γιατί έχει πια κριθεί ο αγώνας.
ΔΟΥΛΟΣ
Αλί και παναλί! χτυπήσαν τον αφέντη·
αλί, πάλι ξανά και τρεις φορές φωνάζω·
τέλειωσε, πάει ο Αίγιστος· ανοίξετέ μας
ευτύς αμέσως· ξεμπαρώσετε τις πόρτες
του γυναικείου· μα εδώ χρειάζετ᾽ άντρας κι άντρας,
880όχι γι᾽ αυτόν — τι τ᾽ όφελος; πάει πού πάει.
Ε σεις, ε σεις!
Βροντώ σε κουφού πόρτα κι άγνοιαστοι κοιμούνται·
του κάκου κράζω· που ᾽ναι η Κλυταιμνήστρα, που ᾽ναι
μα τώρα κι αυτής φαίνεται στη κόψη απάνω
στέκει ο λαιμός, να πέσει δίκια χτυπημένος.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τί τρέχει; τί ν᾽ αυτή που σήκωσες η αντάρα;
ΔΟΥΛΟΣ
Σκοτώνουν, λέω, το ζωντανό οι πεθαμένοι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Οϊμέ!
Κατάλαβα τί παν να πουν τα αινίγματά σου·
με δόλο, όπως σκοτώσαμε, και θα χαθούμε·
μ᾽ ας δώσει ένας ευτύς το αντρόφονο πελέκι,
890να δούμε αν θα νικήσουμε ή θα νικηθούμε,
μια που ως εδώ κατάντησε το κακό νά ᾽ρθει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σένα και ᾽γω ζητώ· όσο γι αυτόν, καλά ᾽ναι.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Νεκρός, αλί μας, Αίγιστέ μου αγαπημένε.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τον αγαπάς αυτόν; λοιπόν στον ίδιο τάφο
μαζί, δε θα τον χωριστείς νεκρόν ποτέ σου.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Στάσου, παιδί μου! τούτο καν σεβάσου, γιε μου,
το στήθος, που συχνά κοιμισμένος επάνω
άρμεξες με τα γούλια σου θραφτερό γάλα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τί λες Πυλάδη; μάνα — πώς να τη σκοτώσω;
ΠΥΛΑΔΗΣ
900Πού πάνε του Λοξία λοιπόν τότε οι μαντείες,
της Πυθώς ο χρησμός κι η ορκοδεμένη πίστη;
κάλλια όλους να ᾽χεις παρά τους θεούς εχθρούς σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δίκιο έχεις, κρίνω! και σωστή ᾽ναι η συμβουλή σου.
Έρχου μαζί· δίπλα του θέλω να σε σφάξω,
γιατί πιο κάλλιο απ᾽ τον πατέρα μου τον είχες
σαν ήταν στη ζωή· λοιπόν και πεθαμένη
κοιμού μαζί του· αφού τον αγαπάς αυτόν
κι αποστρέφεσαι κείνον που ήταν ν ᾽αγαπούσες.
|