ΑΓΓ. Κοντά στο κυματόδαρτο ακρογιάλι,
με την ξύστρα, τις χαίτες των αλόγων
χτενίζαμε και κλαίγαμε, γιατί ᾽ρθε
κάποιος μαντατοφόρος και μας είπε
πως, από σένα ο Ιππόλυτος διωγμένος,
δε θα ξαναπατήσει στην πατρίδα.
Και νά τον ήρθε στ᾽ ακρογιάλι ο ίδιος
κλαίγοντας κι αυτός. Και πίσωθέ του πλήθος
1180φίλοι του συνομήλικοι ακλουθούσαν.
Κι όταν με τον καιρό να σκούζει εκόπασε,
«τί παραδέρνω;» λέει. «Θα υποταχτώ
στη διάτα του πατέρα μου. Εσείς, δούλοι,
τα ζυγοφόρα τ᾽ άρματα ετοιμάστε.
Πάει, χάθηκε για μένα τούτ᾽ η χώρα»!
Βάλαμ᾽ ευτύς τα δυνατά μας όλοι
και πιο γρήγορα από όσο να το πεις
πλάι στον αφέντη τ᾽ άλογά του στήσαμε.
Κι αυτός αρπάει τα γκέμια απ᾽ το στεφάνι
τ᾽ αμαξιού και πηδάει στέρεα μέσα.
1190Κι ασκώνοντας ψηλά τα χέρια φώναξε:
«Δία, να μη σώσω, αν έφταιξα σε τίποτα.
Κι άμποτες ο πατέρας να το νιώσει
(πεθάνω ή ζήσω) τί πολύ μ᾽ αδίκησε»!
Και παίρνοντας το καμουτσί στο χέρι
χτύπησε τ᾽ άλογά του. Εμείς στα πλάγια
τ᾽ αμαξιού τον αφέντη ακολουθούσαμε,
στο δρόμο που ίσα πάει Άργος και Πίδαβρα.
Σα βγήκαμε ανοιχτά, πέρ᾽ απ᾽ τα σύνορα,
σ᾽ έν᾽ ακρογιάλι απόμερο, απλωμένο
1200στον κόρφο κάτου το Σαρωνικό,
βαρύ βουητό ξεχύθηκε απ᾽ τα σπλάχνα
της γης, σαν αστραπόβροντο του Δία,
που ήτανε φρίκη να τ᾽ ακούς. Τ᾽ αλόγατα
σηκώσαν τα κεφάλια τους ολόρθα
με στηλωμέν᾽ αυτιά. Και τότε εμάς
μας έπιασε μια δυνατή τρομάρα:
πούθε να ᾽ρχόταν τούτο το κακό;
Κι ως στρέψαμε τα μάτια προς τ᾽ ακρόγιαλο
το θαλασσόχτυπο, είδαμ᾽ ένα κύμα
θεοτικό, στα μεσούρανα υψωμένο,
που μας πήρε απ᾽ τα μάτια τον γκρεμό
του Σκίρωνα, του Ασκληπιού το βράχο
και τον Ισθμό. Κατόπι φουσκωμένο
1210κι αφροκοπώντας γύρω, προχωρούσε
απ᾽ του πελάου τον άνεμο σπρωγμένο
με κλαπαγή προς τ᾽ ακροθάλασσ᾽, όπου
περνούσε το τετράλογο τ᾽ αμάξι.
Κι ευτύς μ᾽ ανεμορούφουλα κι αντάρα
ξέρασε όξω έναν ταύρον, άγριο τέρας,
που τάραξε με μουγκρητά τη γης,
που αντιβογκούσε φοβερά. Τα μάτια
δεν αντέχαν να βλέπουν τέτοιο πράμα
τρομερό. Ξιπαστήκανε τ᾽ αλόγατα
κι ο αφέντης, μαθημένος τα συνήθεια τους,
1220τράβηξε τα λουριά τους με τα χέρια
και τα ᾽συρε, όπως σέρνει τα κουπιά του
ο ναυτικός, και του κορμιού το βάρος
το ᾽ριξε προς τα πίσου. Τότες τ᾽ άλογα,
τα πυροδουλεμένα χαλινάρια τους
δαγκάνοντας, το βάλαν στην τρεχάλα
χωρίς να λογαριάζουνε τιμόνι
του καπετάνιου κι ούτε τα λουριά τους
κι ούτε τ᾽ αμάξι, τ᾽ ομορφοδεμένο.
Κι όσο σε μαλακότοπον, τον ίσο
τραβούσε δρόμο ο καπετάνιος, τόσο
του ᾽βγαινε μπρος ο ταύρος και τρομάζοντας
τ᾽ αλόγα τού τα γύριζ᾽ οπίσω.
1230Κι όταν σε βράχια ξέφρενα χυμούσαν,
βουβός ξωπίσου ακλούθαγεν ο ταύρος,
ωσπού ᾽κανε τ᾽ αμάξι να τρακάρει
σε ριζιμιά κοτρόνα και το τσάκισε.
Όλα θρούψαλα απάνου τιναχτήκαν,
τ᾽ αφάλια των τροχών, τα σιδερόκαρφα
των αξονιών, και αυτός ο κακομοίρης
μπερδεμένος μες στ᾽ άλυτα λουριά του
σουρνότανε, με το κεφάλι μπρος,
με σάρκες ματωμένες, προς τα βράχια
κι ήτανε φρίκη τα ξεφωνητά του:
1240«Άλογα, σταματάτε, εγώ σας έτρεφα!
Μη με σκοτώστε!... Ω πατρική κατάρα!
Δε θα τρέξει κανένας για να σώσει
το αξιότερον απ᾽ όλους παλικάρι;»
Τρέξαν πολλοί, μα δεν τονε προφταίναν.
Και κατόπι, άμα σπάσαν τα λουριά του,
δεν ξέρω πώς, ελύθηκε και πέφτει
ξεψυχώντας με λιγοστήν ανάσα.
Τ᾽ αλόγατα αφανίστηκαν κι ο ταύρος,
τ᾽ ολέθριο τέρας! Τα κατάπιε η γης!
Κι αν είμαι δούλος του σπιτιού σου, αφέντη,
1250ποτές δε θα μπορέσω να πιστέψω
πως άνθρωπος κακός ήταν ο γιος σου.
Κι αν κρεμαστεί των γυναικών η φάρα
ολάκερη κι αν όλα τα πευκόδασα
της Ίδης πλάκες γίνουνε και γράφουν
το ενάντιο, εγώ τη γνώμη δεν αλλάζω·
ξέρω καλά πως είχε αγνή καρδιά.
ΚΟΡ. Αλί! Καινούργιες πάλι συφορές:
Κανένας δεν ξεφεύγει απ᾽ το γραφτό του!
|