ΙΦΙ. Πατέρα, αν είχα τη λαλιά του Ορφέα,
σαν τραγουδώ να μ᾽ ακλουθούν οι βράχοι
και με το λόγο να μαγεύω εκείνους
που θα ᾽θελα, μ᾽ αυτά θα προσπαθούσα·
μα τώρα εγώ τα δάκρυα μου θα δώσω·
η τέχνη μου είν᾽ αυτή, κι άλλη δεν ξέρω.
Και για κλαρί ικεσίας στα γόνατά σου
κρεμνώ από σένα το κορμί μου —πλάσμα
της μάνας μου για σένα— και ικετεύω.
Θάνατο πρόωρο μη μου δώσεις· είναι
γλυκό το φως να βλέπεις· μη με πιέσεις
τον κάτω κόσμο ν᾽ αντικρίσω. Πρώτη
1220σ᾽ έκραξα εγώ πατέρα, και παιδί σου
εμένα εσύ· στα γόνατά σου πρώτη
κάθισα εγώ και σου έδωσα να νιώσεις
χαρά, και τη χαρά σ᾽ εσένα βρήκα.
Και μου ᾽λεγες: «Ποιός ξέρει; παντρεμένη
κι ευτυχισμένη θα σε δω, παιδί μου,
ν᾽ ανθοβολά η ζωή σου όπως μου αξίζει;»
Και σου ᾽λεγα, απ᾽ τα γένια σου πιασμένη,
που τώρα εγγίζω ικέτισσα: «Κι εσένα
άραγε εγώ; Στο σπίτι το δικό μου
θα τ᾽ αξιωθώ να σε φιλεύω γέρο
για αντίχαρη των κόπων που έχεις κάμει
1230για την ανατροφή μου εσύ, πατέρα;»
Αυτά όλα τα θυμούμαι εγώ, μα εσύ
τα λησμονείς και θέλεις να με σφάξεις.
Στον Πέλοπα σ᾽ ορκίζω, μην το κάμεις·
και στο γονιό σου τον Ατρέα, κι ακόμα
στη μάνα μου, που τώρα, αφού με πόνους
με γέννησε, λαβαίνει κι άλλον πόνο.
Τί μπαίνω εγώ στου Αλέξαντρου το γάμο
και της Ελένης; Για χαμό δικό μου
πώς έγινε, πατέρα μου, έτσι; Δες με,
δώσ᾽ μου ένα βλέμμα, ένα φιλί, από σένα
αυτά καν να θυμούμαι σαν πεθάνω,
1240αν όσα λέω τη γνώμη δε σου αλλάξουν.
Κι εσύ, μικρέ αδερφέ, σαν τί βοήθεια
να δώσεις στους δικούς σου; Κλάψε ωστόσο
κι εσύ, και τη ζωή στην αδερφή σου
ικέτεψε ο πατέρας να χαρίσει·
τη συμφορά και τα παιδιά τη νιώθουν.
Νά, σιωπηλό, πατέρα, σε ικετεύει.
Πόνεσέ με, λυπήσου τη ζωή μου.
Στα γένια σου δυο ικέτες, δυο δικοί σου
απλώνουνε τα χέρια τους· πουλάκι
άπλερο αυτός, ξεπεταμένη η άλλη.
Ένα θα πω κι οι αντίλογοι όλοι πέφτουν·
1250το φως αυτό γλυκό στον άνθρωπο είναι
να το θωρεί, κι ο κάτω κόσμος πίκρα·
τρέλα είν᾽ ο πόθος του θανάτου. Κάλλιο
ζωή άθλια παρά θάνατος ωραίος.
ΚΟΡ. Για σε και την παντρειά σου, παλιο-Ελένη,
τί αγώνας βρήκε Ατρείδες και παιδιά τους!
|