ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ (Έρχεται ο Θεοκλύμενος με ακόλουθους.)
ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ
Σε χαιρετάω μνήμα του πατέρα·
γι᾽ αυτόν τον λόγο σ᾽ έθαψα, Πρωτέα,
ο Θεοκλύμενος εγώ ο βλαστός σου,
στο ξέπορτο κοντά, να σου μιλάω
βγαίνοντας είτε μπαίνοντας στο σπίτι.
1170Δούλοι, τους σκύλους πάρτε στο παλάτι
και τις παγίδες τούτες για τ᾽ αγρίμια.
(Οι ακόλουθοι μπαίνουν μέσα.)
Με τον εαυτό μου έχω πολύ θυμώσει.
Τους κακούς δίχως τιμωρία ν᾽ αφήσω;
Νά, κάποιος Έλληνας, μου είπαν, ήρθε
στον τόπο κι οι φρουροί δεν τον ενιώσαν·
κατάσκοπος; Ή θέλει την Ελένη
ν᾽ αρπάξει; Άμα τον πιάσω, θα πεθάνει.
Άα!
Όλα τελειώσαν, φαίνεται· έχει αφήσει
τον τάφο η Τυνδαρίδα, πάει την πήραν.
1180Έε, τις αμπάρες βγάλτε· σκλάβοι, ανοίχτε
γοργά τους στάβλους, φέρτε τ᾽ άρματα έξω,
μήπως, γιατί ξαστόχησα, ξεφύγει
κρυφά απ᾽ τη χώρα η ποθητή γυναίκα.
(Βγαίνει η Ελένη.)
Άα, σταματήστε· εδώ μπροστά μας είναι,
δεν έφυγαν αυτοί που κυνηγάμε.
Γιατί φόρεσες μαύρα, τα μαλλιά σου
γιατί έκοψες, Ελένη, γιατί τρέχουν
τα δάκρυα στην όψη σου απ᾽ το κλάμα;
1190Όνειρα μη σε τρόμαξαν το βράδυ,
χρησμούς κακούς σου δώσανε στο σπίτι
κι έχεις παραλοΐσει από τη θλίψη;
|