(Παρουσιάζεται ο Αγαμέμνων, μαζί με δυο δορυφόρους.)
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Φωνές άκουσα κι ήρθα· η κόρη των βράχων,
η αντιλαλούσα Ηχώ, πέρασε ανήσυχη
1110ανάμεσα στο στράτευμα, φέρνοντας
την ταραχή. Αν δεν ξέραμε
πως των Φρυγών τα κάστρα έχουνε πέσει
απ᾽ το κοντάρι των Ελλήνων, όλη ετούτη
η αντάρα θα μας τρόμαζε όχι λίγο.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Φίλε ακριβέ —γιατί από τη φωνή,
Αγαμέμνονα, σε γνώρισα— τα βλέπεις δα
όσα έχω πάθει.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ω δόλιε Πολυμήστορα, ποιός
είν᾽ αυτός που σ᾽ αφάνισε;
Ποιός σου πήρε το φως,
των ματιών σου τις κόρες σπαράζοντας,
ποιός τα τέκνα σου σκότωσε; Άγριο μίσος
θα ᾽χε για σε και τα παιδιά σου όποιος κι αν ήταν.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
1120Η Εκάβη, με τις άλλες τις σκλάβες,
μ᾽ αφάνισε — το «μ᾽ αφάνισε» είναι λίγο.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τί λες;
Εσύ λοιπόν, καθώς λέει, το ᾽χεις πράξει;
Εσύ, Εκάβη, αποτόλμησες τούτο τ᾽ απίστευτο;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Ω, τί μου λες; Ώστε βρίσκεται εδώ,
κοντά μου. Πες μου.
Φανέρωσέ τη για να την αρπάξω,
κομμάτια να την κάνω, να την πνίξω στο αίμα.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Μα τί συμβαίνει;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Στους θεούς σε ικετεύω.
Άσε το μανιασμένο χέρι μου ν᾽ απλώσω
καταπάνω της.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Κρατήσου
κι απ᾽ την καρδιά σου βγάλε αυτές τις βάρβαρες
συνήθειες, λέγε μου ν᾽ ακούσω
1130κι εσένα, μα κι ελόγου της με τη σειρά,
και δίκαια να κρίνω το γιατί
έπαθες όσα έχεις πάθει.
|