(Η «μηχανή» κατεβάζει τη Θέτιδα.)
ΘΕΤΙΣ
Πηλέα, υπήρξα κάποτε η γυναίκα σου.
Γι᾽ αυτό και αφήνοντας του Νηρέα τα παλάτια,
εγώ, η Θέτιδα, ήρθα για χάρη σου εδώ.
Και πρώτα πρώτα, θα σε συμβουλέψω
να μην αφήνεσαι σε τόση θλίψη
για τις σημερινές σου συμφορές. Κι εγώ,
που θα ᾽πρεπε να ᾽χα γεννήσει αθάνατα παιδιά,
έχασα ωστόσο το παιδί που απόχτησα από σένα,
τον Αχιλλέα τον γοργοπόδη, πρώτον στην Ελλάδα.
Για ποιάν αιτία ήρθα, θα σου πω, και πρόσεξέ με.
Αυτόν εδώ, τον νεκρό, του Αχιλλέα το τέκνο,
να πας να τονε θάψεις κοντά
1240στον Πυθικό βωμό, για να ᾽ναι ο τάφος του
ντροπή για τους Δελφούς, καθώς θα μαρτυρά
το άγριο το φονικό από του Ορέστη το χέρι.
Και την αιχμάλωτη γυναίκα, για την Ανδρομάχη λέω,
να την παντρέψεις με τον Έλενο
και να εγκατασταθούνε στη γη των Μολοσσών,
μαζί με το παιδί της, που είναι πια το μόνο
που έχει απομείνει από το αίμα του Αιακού.
Από το αίμα ετούτο θενα γεννηθούνε
στη Μολοσσία βασιλιάδες, που θα ζήσουνε,
ο ένας μετά τον άλλο, ευτυχισμένοι.
Δεν πρέπει, γέροντα, ν᾽ αφανιστεί το γένος
1250που κρατάει από σένα κι από μένα
κι από την Τροία·
γιατί οι θεοί φροντίζουν και γι᾽ αυτήν
κι ας έπεσε καταπώς θέλησε η Παλλάδα.
Κι εσένα, που ήσουν κάποτε το ταίρι μου,
για να σ᾽ ευχαριστήσω
(θεά εγώ και θεού θυγατέρα)
θα σε λυτρώσω από τ᾽ ανθρώπινα δεινά,
θεό θα σε κάμω αθάνατο κι αγέραστο.
Κι έπειτα, στου Νηρέα τα παλάτια, μαζί μου,
θεός με θεά, θα κατοικήσεις, στον αιώνα.
Από κει, βγαίνοντας στη στεριά με άβρεχτα πόδια,
1260θα βλέπεις τον πολυαγαπημένο μας τον Αχιλλέα
που κατοικεί σ᾽ ένα νησί κοντά
στη Λευκή ακτή, στο πέρασμα του Ευξείνου.
Πήγαινε τώρα στων Δελφών τη θεόχτιστη πόλη,
μαζί σου παίρνοντας ετούτον τον νεκρό,
κι αφού τον ενταφιάσεις, πήγαινε και κάθισε
στης Σηπιάδας το ακρωτήρι, στη βαθιά σπηλιά.
Περίμενέ με ώσπου να ᾽ρθω απ᾽ τη θάλασσα
μαζί με τις πενήντα Νηρηίδες,
που θα ᾽ναι οι οδηγοί σου· γιατί πρέπει
ν᾽ αποτελειώσεις όσα ορίζει η μοίρα.
Ο Δίας αποφασίζει για όλ᾽ αυτά.
1270Και πάψε να λυπάσαι για τους πεθαμένους.
Αφού για όλους τους ανθρώπους τέτοια είναι
των θεών η απόφαση.
Κι όλοι χρωστούν ένα θάνατο.
(Γίνεται άφαντη.)
|