Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (8.85.1-8.86.7)

[8.85.1] Κατὰ δὴ τοιαύτην διαφορὰν ὄντων αὐτοῖς τῶν πραγμάτων πρός τε τὸν Ἀστύοχον καὶ τὸν Τισσαφέρνην Μίνδαρος διάδοχος τῆς Ἀστυόχου ναυαρχίας ἐκ Λακεδαίμονος ἐπῆλθε καὶ παραλαμβάνει τὴν ἀρχήν· ὁ δὲ Ἀστύοχος ἀπέπλει. [8.85.2] ξυνέπεμψε δὲ καὶ Τισσαφέρνης αὐτῷ πρεσβευτὴν τῶν παρ᾽ ἑαυτοῦ, Γαυλίτην ὄνομα, Κᾶρα δίγλωσσον, κατηγορήσοντα τῶν τε Μιλησίων περὶ τοῦ φρουρίου καὶ περὶ αὐτοῦ ἅμα ἀπολογησόμενον, εἰδὼς τούς τε Μιλησίους πορευομένους ἐπὶ καταβοῇ τῇ αὑτοῦ μάλιστα καὶ τὸν Ἑρμοκράτη μετ᾽ αὐτῶν, ὃς ἔμελλε τὸν Τισσαφέρνην ἀποφαίνειν φθείροντα τῶν Πελοποννησίων τὰ πράγματα μετὰ Ἀλκιβιάδου καὶ ἐπαμφοτερίζοντα. [8.85.3] ἔχθρα δὲ πρὸς αὐτὸν ἦν αὐτῷ αἰεί ποτε περὶ τοῦ μισθοῦ τῆς ἀποδόσεως· καὶ τὰ τελευταῖα φυγόντος ἐκ Συρακουσῶν τοῦ Ἑρμοκράτους καὶ ἑτέρων ἡκόντων ἐπὶ τὰς ναῦς τῶν Συρακοσίων ἐς τὴν Μίλητον στρατηγῶν, Ποτάμιδος καὶ Μύσκωνος καὶ Δημάρχου, ἐνέκειτο ὁ Τισσαφέρνης φυγάδι ὄντι ἤδη τῷ Ἑρμοκράτει πολλῷ ἔτι μᾶλλον καὶ κατηγόρει ἄλλα τε καὶ ὡς χρήματά ποτε αἰτήσας αὑτὸν καὶ οὐ τυχὼν τὴν ἔχθραν οἱ προθοῖτο. [8.85.4] ὁ μὲν οὖν Ἀστύοχος καὶ οἱ Μιλήσιοι καὶ ὁ Ἑρμοκράτης ἀπέπλευσαν ἐς τὴν Λακεδαίμονα. ὁ δὲ Ἀλκιβιάδης διεβεβήκει πάλιν ἤδη παρὰ τοῦ Τισσαφέρνους ἐς τὴν Σάμον.
[8.86.1] Καὶ οἱ ἐκ τῆς Δήλου ἀπὸ τῶν τετρακοσίων [πρεσβευταί], οὓς τότε ἔπεμψαν παραμυθησομένους καὶ ἀναδιδάξοντας τοὺς ἐν τῇ Σάμῳ, ἀφικνοῦνται παρόντος τοῦ Ἀλκιβιάδου, καὶ ἐκκλησίας γενομένης λέγειν ἐπεχείρουν. [8.86.2] οἱ δὲ στρατιῶται τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἤθελον ἀκούειν, ἀλλ᾽ ἀποκτείνειν ἐβόων τοὺς τὸν δῆμον καταλύοντας, ἔπειτα μέντοι μόλις ἡσυχάσαντες ἤκουσαν. [8.86.3] οἱ δ᾽ ἀπήγγελλον ὡς οὔτε ἐπὶ διαφθορᾷ τῆς πόλεως ἡ μετάστασις γίγνοιτο, ἀλλ᾽ ἐπὶ σωτηρίᾳ, οὔθ᾽ ἵνα τοῖς πολεμίοις παραδοθῇ (ἐξεῖναι γάρ, ὅτε ἐσέβαλον ἤδη σφῶν ἀρχόντων, τοῦτο ποιῆσαι), τῶν τε πεντακισχιλίων ὅτι πάντες ἐν τῷ μέρει μεθέξουσιν, οἵ τε οἰκεῖοι αὐτῶν οὔθ᾽ ὑβρίζονται, ὥσπερ Χαιρέας διαβάλλων ἀπήγγειλεν, οὔτε κακὸν ἔχουσιν οὐδέν, ἀλλ᾽ ἐπὶ τοῖς σφετέροις αὐτῶν ἕκαστοι κατὰ χώραν μένουσιν. [8.86.4] ἄλλα τε πολλὰ εἰπόντων οὐδὲν μᾶλλον ἐσήκουον, ἀλλ᾽ ἐχαλέπαινον καὶ γνώμας ἄλλοι ἄλλας ἔλεγον, μάλιστα δὲ ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ πλεῖν. καὶ δοκεῖ Ἀλκιβιάδης πρῶτον τότε καὶ οὐδενὸς ἔλασσον τὴν πόλιν ὠφελῆσαι· ὡρμημένων γὰρ τῶν ἐν Σάμῳ Ἀθηναίων πλεῖν ἐπὶ σφᾶς αὐτούς, ἐν ᾧ σαφέστατα Ἰωνίαν καὶ Ἑλλήσποντον εὐθὺς εἶχον οἱ πολέμιοι, κωλυτὴς γενέσθαι. [8.86.5] καὶ ἐν τῷ τότε ἄλλος μὲν οὐδ᾽ ἂν εἷς ἱκανὸς ἐγένετο κατασχεῖν τὸν ὄχλον, ἐκεῖνος δὲ τοῦ τ᾽ ἐπίπλου ἔπαυσε καὶ τοὺς ἰδίᾳ τοῖς πρέσβεσιν ὀργιζομένους λοιδορῶν ἀπέτρεπεν. [8.86.6] αὐτὸς δὲ ἀποκρινάμενος αὐτοῖς ἀπέπεμπεν, ὅτι τοὺς μὲν πεντακισχιλίους οὐ κωλύοι ἄρχειν, τοὺς μέντοι τετρακοσίους ἀπαλλάσσειν ἐκέλευεν αὐτοὺς καὶ καθιστάναι τὴν βουλὴν ὥσπερ καὶ πρότερον, τοὺς πεντακοσίους· εἰ δὲ ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται ὥστε τοὺς στρατευομένους μᾶλλον ἔχειν τροφήν, πάνυ ἐπαινεῖν. [8.86.7] καὶ τἆλλα ἐκέλευεν ἀντέχειν καὶ μηδὲν ἐνδιδόναι τοῖς πολεμίοις· πρὸς μὲν γὰρ σφᾶς αὐτοὺς σῳζομένης τῆς πόλεως πολλὴν ἐλπίδα εἶναι καὶ ξυμβῆναι, εἰ δὲ ἅπαξ τὸ ἕτερον σφαλήσεται, ἢ τὸ ἐν Σάμῳ ἢ ἐκεῖνοι, οὐδ᾽ ὅτῳ διαλλαγήσεταί τις ἔτι ἔσεσθαι.

[8.85.1] Ενώ, λοιπόν, αυτά ήσαν τα αισθήματά τους για τον Αστύοχο και τον Τισσαφέρνη, έφτασε από την Λακεδαίμονα ο διάδοχος του Αστυόχου, Μίνδαρος, και παράλαβε την ναυαρχία. Ο Αστύοχος έφυγε. [8.85.2] Ο Τισσαφέρνης έστειλε μαζί του κάποιον δικό του, ονομαζόμενο Γαυλίτη από την Καρία που ήξερε τις δύο γλώσσες για να κατηγορήσει τους Μιλησίους εξαιτίας του φρουρίου και για να δικαιολογήσει την δική του στάση. Ήξερε ότι Μιλήσιοι αντιπρόσωποι είχαν φύγει για να παραπονεθούν έντονα εναντίον του και ότι ήταν μαζί τους ο Ερμοκράτης, που επρόκειτο να τον καταγγείλει ότι επαμφοτέριζε και ότι, με τον Αλκιβιάδη, εργαζόταν για ν᾽ αποτύχουν οι Πελοποννήσιοι. [8.85.3] Ο Ερμοκράτης μισούσε τον Τισσαφέρνη από καιρό εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο πληρώνονταν οι μισθοί. Όταν, αργότερα, ο Ερμοκράτης εξορίστηκε από τους Συρακουσίους και ήρθαν στην Μίλητο άλλοι αρχηγοί του στόλου από τις Συρακούσες, ο Πόταμις, ο Μύσκων και ο Δήμαρχος, ο Τισσαφέρνης τον καταδίωκε με μεγαλύτερη μανία, τότε που ήταν πια εξόριστος ο Ερμοκράτης. Τον κατηγορούσε για πολλά άλλα και για το ότι, κάποτε, του είχε ζητήσει χρήματα. Επειδή δεν του τα είχε δώσει, είχε γίνει εχθρός του. [8.85.4] Ο Αστύοχος, λοιπόν, οι Μιλήσιοι και ο Ερμοκράτης έφυγαν για την Λακεδαίμονα. Ο Αλκιβιάδης, που βρισκόταν κοντά στον Τισσαφέρνη, γύρισε πάλι στην Σάμο.
[8.86.1] Έφτασαν στην Σάμο, από την Δήλο, οι απεσταλμένοι των Τετρακοσίων για να καθησυχάσουν τον στρατό και για να τον μεταπείσουν. Ήταν εκεί και ο Αλκιβιάδης. Έγινε Εκκλησία και δοκίμασαν να μιλήσουν, [8.86.2] αλλά στην αρχή οι στρατιώτες δεν ήθελαν να τους ακούσουν και φώναζαν ότι πρέπει να θανατωθούν εκείνοι που καταργούν την δημοκρατία. Έπειτα όμως, αφού με δυσκολία ησύχασαν, τους άκουσαν [8.86.3] και εκείνοι εξήγησαν ότι η μεταπολίτευση δεν είχε γίνει ούτε για να καταστραφεί η πολιτεία, αλλά για να σωθεί, ούτε για να την παραδώσουν στον εχθρό. Τούτο θα ήταν εύκολο να το κάνουν όταν οι Λακεδαιμόνιοι είχαν βαδίσει εναντίον της πολιτείας και οι Τετρακόσιοι ήσαν στην εξουσία. Εξήγησαν ότι οι Πέντε Χιλιάδες θα ασκούσαν —εκ περιτροπής— την εξουσία και ότι, αντίθετα από τα όσα, διαστρεβλωμένα, είπε ο Χαιρέας, οι συγγενείς των στρατιωτών δεν παθαίνουν τίποτε και ότι ο καθένας τους ζει στο σπίτι του απολαμβάνοντας τα όσα έχει. [8.86.4] Τους είπαν και άλλα πολλά, αλλά οι στρατιώτες δεν πείστηκαν. Οργίστηκαν και φώναζαν ο καθένας μια γνώμη. Αλλά οι περισσότεροι ήθελαν να φύγουν για τον Πειραιά. Φαίνεται ότι στην περίπτωση εκείνη ο Αλκιβιάδης ωφέλησε για πρώτη φορά και περισσότερο από κάθε άλλον την Αθήνα. Κατόρθωσε να εμποδίσει τους Αθηναίους της Σάμου να ξεκινήσουν εναντίον της ίδιας της πολιτείας τους, οπότε ήταν φανερό ότι οι εχθροί θα είχαν κυριέψει την Ιωνία και τον Ελλήσποντο. [8.86.5] Όπως ήταν τότε η κατάσταση, άλλος κανείς δεν ήταν σε θέση να συγκρατήσει το πλήθος. Όχι μόνο τους εμπόδισε να φύγουν για την Αθήνα, αλλά και με επιτιμητικά λόγια συγκράτησε εκείνους που οργίζονταν εναντίον των αποσταλμένων. [8.86.6] Αυτός ο ίδιος τους έδωσε την απάντηση προτού φύγουν πίσω. Δεν είχε —τους είπε— αντίρρηση να ασκούν την εξουσία οι Πέντε Χιλιάδες, αλλά παράγγελνε να παυθούν οι Τετρακόσιοι και ν᾽ αποκατασταθεί η Βουλή, όπως ήταν πριν, δηλαδή οι Πεντακόσιοι. Είπε ότι εγκρίνει απόλυτα όλα τα μέτρα οικονομίας που θα είχαν σκοπό να εξασφαλίσουν τον ανεφοδιασμό του στρατού. [8.86.7] Και παράγγειλε να εξακολουθήσουν την πολεμική τους προσπάθεια και να μην ενδώσουν στον εχθρό —και τούτο επειδή όσο η πολιτεία άντεχε υπήρχαν πολλές ελπίδες ότι μπορούσε να γίνει συμβιβασμός μεταξύ τους, αλλά εάν είτε η πολιτεία είτε το στρατόπεδο της Σάμου έπεφτε, τότε δεν θα έμενε κανείς με τον οποίον να γίνει ο συμβιβασμός.