Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ

Κατὰ Μειδίου (21) (184-192)


[184] Ἃ τοίνυν οὐδενὸς τῶν εἰρημένων ἧττον ἀναγκαῖον εἶναι νομίζω πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν, ταῦτ᾽ εἰπὼν ἔτι καὶ βραχέα περὶ τούτων διαλεχθεὶς καταβήσομαι. ἔστιν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, μεγάλη τοῖς ἀδικοῦσιν ἅπασι μερὶς καὶ πλεονεξία ἡ τῶν ὑμετέρων τρόπων πραότης. ὅτι δὴ ταύτης οὐδ᾽ ὁτιοῦν ὑμῖν μεταδοῦναι τούτῳ προσήκει, ταῦτ᾽ ἀκούσατέ μου. ἐγὼ νομίζω πάντας ἀνθρώπους ἐράνους φέρειν παρὰ πάντα τὸν βίον αὑτοῖς, οὐχὶ τούσδε μόνους οὓς συλλέγουσί τινες καὶ ὧν πληρωταὶ γίγνονται, ἀλλὰ καὶ ἄλλους. [185] οἷον ἔστι μέτριος καὶ φιλάνθρωπός τις ἡμῶν καὶ πολλοὺς ἐλεῶν· τούτῳ ταὐτὸ δίκαιον ὑπάρχειν παρὰ πάντων, ἄν ποτ᾽ εἰς χρείαν καὶ ἀγῶν᾽ ἀφίκηται. ἄλλος οὑτοσί τις ἀναιδὴς καὶ πολλοὺς ὑβρίζων, καὶ τοὺς μὲν πτωχούς, τοὺς δὲ καθάρματα, τοὺς δ᾽ οὐδ᾽ ἀνθρώπους ὑπολαμβάνων· τούτῳ τὰς αὐτὰς δίκαιον ὑπάρχειν φοράς, ἅσπερ αὐτὸς εἰσενήνοχε τοῖς ἄλλοις. ἂν τοίνυν ὑμῖν ἐπίῃ σκοπεῖν, τούτου πληρωτὴν εὑρήσετε Μειδίαν ὄντα τοῦ ἐράνου, καὶ οὐκ ἐκείνου.
[186] Οἶδα τοίνυν ὅτι τὰ παιδί᾽ ἔχων ὀδυρεῖται, καὶ πολλοὺς λόγους καὶ ταπεινοὺς ἐρεῖ, δακρύων καὶ ὡς ἐλεινότατον ποιῶν ἑαυτόν. ἔστι δ᾽, ὅσῳ περ ἂν αὑτὸν νῦν ταπεινότερον ποιῇ, τοσούτῳ μᾶλλον ἄξιον μισεῖν αὐτόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι. διὰ τί; ὅτι εἰ μὲν μηδαμῶς δυνηθεὶς ταπεινὸς γενέσθαι οὕτως ἀσελγὴς καὶ βίαιος ἦν ἐπὶ τοῦ παρεληλυθότος βίου, τῇ φύσει καὶ τῇ τύχῃ, δι᾽ ἣν τοιοῦτος ἐγένετο, ἄξιον ἦν ἄν τι τῆς ὀργῆς ἀνεῖναι· εἰ δ᾽ ἐπιστάμενος μέτριον παρέχειν αὑτὸν ὅταν βούληται τὸν ἐναντίον ἢ τοῦτον τὸν τρόπον εἵλετο ζῆν, εὔδηλον δήπου τοῦθ᾽ ὅτι καὶ νῦν ἂν διακρούσηται, πάλιν αὐτὸς ἐκεῖνος ὃν ὑμεῖς ἴστε γενήσεται. [187] οὐ δεῖ δὴ προσέχειν, οὐδὲ τὸν παρόντα καιρόν, ὃν οὗτος ἐξεπίτηδες πλάττεται, κυριώτερον οὐδὲ πιστότερον τοῦ παντός, ὃν αὐτοὶ σύνιστε, χρόνου ποιήσασθαι. ἐμοὶ παιδί᾽ οὐκ ἔστιν, οὐδ᾽ ἂν ἔχοιμι ταῦτα παραστησάμενος κλάειν καὶ δακρύειν ἐφ᾽ οἷς ὑβρίσθην. διὰ τοῦτ᾽ ἄρα τοῦ πεποιηκότος ὁ πεπονθὼς ἔλαττον ἕξω παρ᾽ ὑμῖν; [188] μὴ δῆτα· ἀλλ᾽ ὅταν οὗτος ἔχων τὰ παιδία τούτοις ἀξιοῖ δοῦναι τὴν ψῆφον ὑμᾶς, τόθ᾽ ὑμεῖς τοὺς νόμους ἔχοντά με πλησίον ἡγεῖσθε παρεστάναι [καὶ τὸν ὅρκον ὃν ὀμωμόκατε], τούτοις ἀξιοῦντα καὶ ἀντιβολοῦνθ᾽ ἕκαστον ὑμῶν ψηφίσασθαι. οἷς ὑμεῖς κατὰ πολλὰ δικαιότερον πρόσθοισθ᾽ ἂν ἢ τούτῳ· καὶ γὰρ ὀμωμόκατ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῖς νόμοις πείσεσθαι, καὶ τῶν ἴσων μέτεστιν ὑμῖν διὰ τοὺς νόμους, καὶ πάνθ᾽ ὅσ᾽ ἔστ᾽ ἀγάθ᾽ ὑμῖν διὰ τοὺς νόμους ἐστίν, οὐ διὰ Μειδίαν οὐδὲ διὰ τοὺς Μειδίου παῖδας.
[189] Καὶ «ῥήτωρ ἐστὶν οὗτος» ἴσως ἐμὲ φήσει λέγων. ἐγὼ δ᾽, εἰ μὲν ὁ συμβουλεύων ὅ τι ἂν συμφέρειν ὑμῖν ἡγῆται, καὶ τοῦτ᾽ ἄχρι τοῦ μηδὲν ὑμῖν ἐνοχλεῖν μηδὲ βιάζεσθαι, ῥήτωρ ἐστίν, οὔτε φύγοιμ᾽ ἂν οὔτ᾽ ἀπαρνοῦμαι τοῦτο τοὔνομα· εἰ μέντοι ῥήτωρ ἐστὶν οἵους ἐνίους τῶν λεγόντων ἐγὼ καὶ ὑμεῖς δ᾽ ὁρᾶτε, ἀναιδεῖς καὶ ἀφ᾽ ὑμῶν πεπλουτηκότας, οὐκ ἂν εἴην οὗτος ἐγώ· εἴληφα μὲν γὰρ οὐδ᾽ ὁτιοῦν παρ᾽ ὑμῶν, τὰ δ᾽ ὄντ᾽ εἰς ὑμᾶς πλὴν πάνυ μικρῶν ἅπαντ᾽ ἀνήλωκα. καίτοι καὶ εἰ τούτων ἦν πονηρότατος, κατὰ τοὺς νόμους ἔδει παρ᾽ ἐμοῦ δίκην λαμβάνειν, οὐκ ἐφ᾽ οἷς ἐλῃτούργουν ὑβρίζειν. [190] ἔτι τοίνυν οὐδὲ εἷς ἐστιν ὅστις ἐμοὶ τῶν λεγόντων συναγωνίζεται. καὶ οὐδενὶ μέμφομαι· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς οὐδενὸς εἵνεκα τούτων οὐδὲν ἐν ὑμῖν πώποτ᾽ εἶπον, ἀλλ᾽ ἁπλῶς κατ᾽ ἐμαυτὸν ἔγνων καὶ λέγειν καὶ πράττειν ὅ τι ἂν συμφέρειν ὑμῖν ἡγῶμαι. ἀλλὰ τούτῳ πάντας αὐτίκα δὴ μάλα συνεξεταζομένους τοὺς ῥήτορας ὄψεσθ᾽ ἐφεξῆς. καίτοι πῶς ἐστι δίκαιον, τοὔνομα μὲν τοῦθ᾽ ὡς ὄνειδος προφέρειν ἐμοί, διὰ τούτων δ᾽ αὐτὸν τῶν ἀνδρῶν ἀξιοῦν σωθῆναι;
[191] Τάχα τοίνυν ἴσως καὶ τὰ τοιαῦτ᾽ ἐρεῖ, ὡς ἐσκεμμένα καὶ παρεσκευασμένα πάντα λέγω νῦν. ἐγὼ δ᾽ ἐσκέφθαι μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, φημὶ καὶ οὐκ ἂν ἀρνηθείην, καὶ μεμελετηκέναι γ᾽ ὡς ἐνῆν μάλιστ᾽ ἐμοί· καὶ γὰρ ἂν ἄθλιος ἦν, εἰ τοιαῦτα παθὼν καὶ πάσχων ἠμέλουν ὧν περὶ τούτων ἐρεῖν ἔμελλον πρὸς ὑμᾶς· [192] γεγραφέναι μέντοι μοι τὸν λόγον Μειδίαν· ὁ γὰρ τὰ ἔργα παρεσχηκὼς περὶ ὧν εἰσιν οἱ λόγοι δικαιότατ᾽ ἂν ταύτην ἔχοι τὴν αἰτίαν, οὐχ ὁ ἐσκεμμένος οὐδ᾽ ὁ μεριμνήσας τὰ δίκαια λέγειν νῦν. ἐγὼ μὲν οὖν τοῦτο ποιῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ αὐτὸς ὁμολογῶ· Μειδίαν μέντοι μηδὲν ἐσκέφθαι πώποτ᾽ ἐν παντὶ τῷ βίῳ δίκαιον εἰκός ἐστιν· εἰ γὰρ καὶ κατὰ μικρὸν ἐπῄει τὰ τοιαῦτ᾽ αὐτῷ σκοπεῖν, οὐκ ἂν τοσοῦτον διημάρτανε τοῦ πράγματος.


[184] Πριν αφήσω το βήμα, θα σας πω και θα συζητήσω με συντομία μαζί σας όσα ακόμη θεωρώ εξίσου αναγκαία με τα προηγούμενα να σας αναφέρω. Η πραότητα του χαρακτήρα σας, Αθηναίοι, είναι μεγάλη ενίσχυση και πλεονέκτημα για όλους όσους αδικούν. Προσέξτε λοιπόν αυτό που σας λέω: δεν πρέπει να αφήσετε τον Μειδία να επωφεληθεί ούτε στο ελάχιστο από την πραότητά σας. Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι στη διάρκεια της ζωής τους καταβάλλουν εισφορές, — όχι μόνο όσες μερικοί συλλέγουν και πληρώνουν, αλλά και άλλες. [185] Για παράδειγμα, ένας από μας είναι μετριόφρων, φιλάνθρωπος και ευσπλαχνίζεται πολλούς· είναι δίκαιο να λάβει από όλους μιαν ανάλογη βοήθεια, αν ποτέ βρεθεί σε ανάγκη ή δικαστικόν αγώνα. Ένας άλλος —όπως αυτός εδώ— είναι αδιάντροπος, φέρεται προσβλητικά σε πολλούς, άλλους θεωρεί φτωχούς, άλλους απόβλητους της κοινωνίας και άλλους ούτε καν ανθρώπινα όντα· αυτός αξίζει να λάβει την ίδια ακριβώς εισφορά την οποία προσέφερε και ο ίδιος στους άλλους. Αν λοιπόν θέλετε να εξετάσετε το ζήτημα, θα διαπιστώσετε ότι το τελευταίο αυτό και όχι το πρώτο είναι το είδος της εισφοράς του Μειδία.
[186] Είμαι βέβαιος ότι περιστοιχιζόμενος από τα παιδιά του θα κλάψει σπαρακτικά, θα πει πολλά λόγια γεμάτα ταπείνωση και με δάκρυα στα μάτια θα παρουσιάσει τον εαυτό του όσο μπορεί περισσότερο αξιολύπητο. Του αξίζει όμως, Αθηναίοι, όσο περισσότερο τώρα αυτοταπεινώνεται, τόσο περισσότερο να τον μισείτε. Γιατί; Γιατί, αν κατά το παρελθόν ήταν τόσο κτηνώδης και βίαιος, επειδή δεν μπόρεσε καθόλου να γίνει ταπεινός, θα άξιζε να συγκρατήσετε κάπως την οργή σας με τη σκέψη ότι η ιδιοσυγκρασία του και η τύχη τον έκαμαν όπως είναι· αν αντίθετα, μολονότι ήξερε, όταν ήθελε, να φέρεται συγκρατημένα, προτίμησε τον εντελώς αντίθετο τρόπο ζωής, είναι βέβαια ολοφάνερο ότι, αν και τώρα σας ξεφύγει, θα αποδειχθεί για μιαν ακόμη φορά ο άνθρωπος που γνωρίζετε. [187] Δεν πρέπει επομένως να του δίνετε σημασία ούτε να αποδίδετε σε αυτή την περίσταση, που αυτός σκόπιμα επινοεί, μεγαλύτερη βαρύτητα και εμπιστοσύνη από όση στην προηγούμενη ζωή του, την οποία ξέρετε καλά. Εγώ δεν έχω παιδιά ούτε θα μπορούσα να τα φέρω εμπρός σας με δάκρυα και θρήνους για τις προσβολές που δέχθηκα. Γι᾽ αυτόν τον λόγο εγώ, το θύμα, θα βρεθώ μπροστά σας σε μειονεκτικότερη θέση από τον δράστη; [188] Όχι βέβαια· αλλά όταν αυτός με τα παιδιά του γύρω του ζητήσει να τον αθωώσετε για χάρη τους, τότε φαντασθείτε ότι βρίσκομαι εμπρός σας έχοντας στο πλευρό μου τους νόμους, σύμφωνα με τους οποίους παρακαλώ και ικετεύω όλους σας να αποφασίσετε. Από πολλές απόψεις θα ήταν δικαιότερο να υπερασπίσετε τους νόμους παρά τον Μειδία· γιατί έχετε, Αθηναίοι, ορκισθεί να υπακούτε στους νόμους και έχετε ίσα δικαιώματα χάρη στους νόμους και όλα τα αγαθά που απολαμβάνετε χάρη στους νόμους τα έχετε, όχι χάρη στον Μειδία και τα παιδιά του.
[189] Ίσως μιλώντας για μένα θα ισχυρισθεί: «Ο άνθρωπος αυτός είναι ρήτορας». Δεν θα προσπαθήσω ούτε να αποφύγω ούτε να αρνηθώ αυτόν τον χαρακτηρισμό, αν ρήτορας είναι εκείνος που σας υποδεικνύει ό,τι κατά την κρίση του σας συμφέρει, και αυτό ως το σημείο που να μη σας ενοχλεί καθόλου ούτε να σας εξαναγκάζει· αν όμως ρήτορας είναι εκείνος που έχει αναίσχυντα πλουτίσει σε βάρος σας, όπως ορισμένοι τους οποίους και εγώ και σεις βλέπουμε ανάμεσα στους ομιλητές, δεν θα μπορούσα να ήμουν ένας από αυτούς· γιατί εγώ δεν έλαβα ούτε μία δεκάρα από σας, ενώ όλα όσα είχα, εκτός από ελάχιστα, τα ξόδεψα για σας. Ακόμα και αν ήμουν ο πιο κακοήθης ανάμεσα στους ρήτορες, ο Μειδίας έπρεπε να μου επιβάλει τη νόμιμη τιμωρία και όχι να μου φέρεται προσβλητικά και βίαια ενώ εκτελούσα τη λειτουργία μου. [190] Επιπλέον, κανείς από τους ρήτορες δεν με υποστηρίζει στη δίκη αυτή. Δεν κατηγορώ κανέναν, γιατί ούτε εγώ μέχρι σήμερα υπεράσπισα κανέναν τους δημοσία, αλλά απλώς μόνος μου αποφάσισα να λέω και να κάνω αυτό που νομίζω ότι σας συμφέρει. Αντίθετα, θα δείτε πολύ σύντομα όλους τους ρήτορες, τον έναν μετά τον άλλο, να τάσσονται στο πλευρό του Μειδία. Πώς όμως είναι δίκαιο να μου αποδίδει χλευαστικά το όνομα του ρήτορα και να έχει την απαίτηση να σωθεί ο ίδιος με τη βοήθεια των ανθρώπων αυτών;
[191] Ίσως θα πει ακόμη και κάτι τέτοιο: ότι τάχα όλα όσα λέω τώρα τα έχω προσχεδιάσει και προπαρασκευάσει. Ομολογώ και δεν θα μπορούσα να αρνηθώ ότι τα σκέφθηκα και τα μελέτησα όσο καλύτερα μπορούσα· πράγματι, θα ήμουν δυστυχισμένος αν, παρά τις συμφορές που υπέφερα και υποφέρω, δεν φρόντιζα για όσα επρόκειτο να σας πω. Τον λόγο μου όμως τον έγραψε ο Μειδίας! [192] Ο δράστης των έργων για τα οποία γίνεται λόγος θα έφερε δίκαια την ευθύνη αυτή και όχι εκείνος που σκέφθηκε και φρόντισε να μιλήσει σήμερα τη γλώσσα της δικαιοσύνης. Αυτό λοιπόν κάνω και εγώ, Αθηναίοι, και το ομολογώ ο ίδιος· ο Μειδίας όμως είναι φυσικό να μην έχει σκεφθεί ποτέ σε όλη του τη ζωή τίποτε δίκαιο· γιατί, αν ακόμα και για μία στιγμή τού ερχόταν η διάθεση να σκεφθεί κάτι τέτοιο, δεν θα αποτύγχανε τόσο από το να το πραγματοποιήσει.