Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΓΓΟΣ

Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (3.11.1-3.13.4)

[3.11.1] Τοιαῦτα ἀντιφωνήσασα πρὸς τὸν Δάφνιν ἡ Χλόη καθάπερ ἠχώ, καλούντων αὐτοὺς τῶν περὶ τὴν Νάπην εἰσέδραμον, πολὺ περιττοτέραν τῆς χθιζῆς θήραν κομίζοντες· καὶ ἀπαρξάμενοι τῷ Διονύσῳ κρατῆρος ἤσθιον κιττῷ τὰς κεφαλὰς ἐστεφανωμένοι. [3.11.2] Καὶ ἐπεὶ καιρὸς ἦν, ἰακχάσαντες καὶ εὐάσαντες προέπεμπον τὸν Δάφνιν, πλήσαντες αὐτοῦ τὴν πήραν κρεῶν καὶ ἄρτων. Ἔδωκαν δὲ καὶ τὰς φάττας καὶ τὰς κίχλας Λάμωνι καὶ Μυρτάλῃ κομίζειν, ὡς αὐτοὶ θηράσοντες ἄλλας, ἔστ᾽ ἂν ὁ χειμὼν μένῃ καὶ ὁ κιττὸς μὴ λείπῃ. [3.11.3] Ὁ δὲ ἀπῄει, φιλήσας αὐτοὺς προτέρους Χλόης, ἵνα τὸ ἐκείνης φίλημα καθαρὸν μείνῃ. Καὶ ἄλλας δὲ πολλὰς ἦλθεν ὁδοὺς ἐπ᾽ ἄλλαις τέχναις, ὥστε μὴ παντάπασιν αὐτοῖς γενέσθαι τὸν χειμῶνα ἀνέραστον.
[3.12.1] Ἤδη δὲ ἦρος ἀρχομένου καὶ τῆς μὲν χιόνος λυομένης, τῆς δὲ γῆς γυμνουμένης καὶ τῆς πόας ὑπανθούσης οἵ τε ἄλλοι νομεῖς ἦγον τὰς ἀγέλας εἰς νομὴν καὶ πρὸ τῶν ἄλλων Χλόη καὶ Δάφνις, οἷα μείζονι δουλεύοντες ποιμένι. [3.12.2] Εὐθὺς οὖν δρόμος ἦν ἐπὶ τὰς Νύμφας καὶ τὸ ἄντρον, ἐντεῦθεν ἐπὶ τὸν Πᾶνα καὶ τὴν πίτυν, εἶτα ἐπὶ τὴν δρῦν, ὑφ᾽ ἣν καθίζοντες καὶ τὰς ἀγέλας ἔνεμον καὶ ἀλλήλους κατεφίλουν. Ἀνεζήτησάν τε καὶ ἄνθη στεφανῶσαι θέλοντες τοὺς θεούς· τὰ δὲ ἄρτι ὁ ζέφυρος τρέφων καὶ ὁ ἥλιος θερμαίνων ἐξῆγεν· ὅμως δὲ εὑρέθη καὶ ἴα καὶ νάρκισσος καὶ ἀναγαλλὶς καὶ ὅσα ἦρος πρωτοφορήματα. [3.12.3] Ἡ μὲν Χλόη καὶ ὁ Δάφνις ἀπὸ αἰγῶν καὶ ἀπὸ ὀΐων τινῶν γάλα νέον ‹ἔλαβον› καὶ τούτου στεφανοῦντες τὰ ἀγάλματα κατέσπεισαν. [3.12.4] Ἀπήρξαντο καὶ σύριγγος, καθάπερ τὰς ἀηδόνας εἰς τὴν μουσικὴν ἐρεθίζοντες· αἱ δ᾽ ὑπεφθέγγοντο ἐν ταῖς λόχμαις καὶ τὸν Ἴτυν κατ᾽ ὀλίγον ἠκρίβουν, ὥσπερ ἀναμιμνῃσκόμεναι τῆς ᾠδῆς ἐκ μακρᾶς σιωπῆς.
[3.13.1] Ἐβληχήσατό που καὶ ποίμνιον· ἐσκίρτησάν που καὶ ἄρνες καὶ ταῖς μητράσιν ὑποκλάσαντες αὑτοὺς τὴν θηλὴν ἔσπασαν· τὰς δὲ μήπω τετοκυίας οἱ κριοὶ κατεδίωκόν τε καὶ κάτω στήσαντες ἔβαινον ἄλλος ἄλλην. [3.13.2] Ἐγίνοντο καὶ τράγων διώγματα καὶ ἐς τὰς αἶγας ἐρωτικώτερα πηδήματα, καὶ ἐμάχοντο περὶ τῶν αἰγῶν· καὶ ἕκαστος εἶχεν ἰδίας καὶ ἐφύλαττε μή τις αὐτὰς μοιχεύσῃ λαθών. [3.13.3] Καὶ γέροντας ὁρῶντας ἐξώρμησεν εἰς ἀφροδίτην τὰ τοιαῦτα θεάματα· οἱ δέ, νέοι καὶ σφριγῶντες καὶ πολὺν ἤδη χρόνον ἔρωτα ζητοῦντες, ἐξεκάοντο πρὸς τὰ ἀκούσματα καὶ ἐτήκοντο πρὸς τὰ θεάματα καὶ ἐζήτουν καὶ αὐτοὶ περιττότερόν τι φιλήματος καὶ περιβολῆς, μάλιστα δὲ ὁ Δάφνις. [3.13.4] Οἷα γοῦν ἐνηβήσας τῇ κατὰ τὸν χειμῶνα οἰκουρίᾳ καὶ εὐσχολίᾳ πρός τε τὰ φιλήματα ὤργα καὶ πρὸς τὰς περιβολὰς ἐσκιτάλιζε καὶ ἦν ἐς πᾶν ἔργον περιεργότερος καὶ θρασύτερος.

[3.11.1] Έτσι αποκρινόταν η Χλόη στον Δάφνη, σαν αντίλαλος. Όταν τους φώναξαν η Νάπη κι ο Δρύας, μπήκαν τρεχάτοι στο σπίτι κουβαλώντας πολύ περισσότερο κυνήγι από την παραμονή, κι αφού έκαναν σπονδή στον Διόνυσο από την κρασοκανάτα έφαγαν, στεφανωμένοι με κισσό. [3.11.2] Και σαν ήρθε η ώρα, φώναξαν «Ίακχε!» και «Ευοί!» κι οι γέροι ξεπροβόδισαν τον Δάφνη, γεμίζοντας το ταγάρι του κρέας και ψωμί. Του ᾽δωσαν και τα φασοπερίστερα και τις τσίχλες να τα πάει στο Λάμωνα και τη Μυρτάλη, γιατί αυτοί θα ᾽πιαναν κι άλλα όσο βαστούσε ο χειμώνας και δεν έλειπε ο κισσός. [3.11.3] Φεύγοντας ο Δάφνης φίλησε πρώτα εκείνους κι ύστερα τη Χλόη, για να του μείνει αμάλαγη η γεύση του φιλιού της. Αργότερα ξανάρθε πολλές φορές με διάφορα τεχνάσματα, έτσι ώστε ο χειμώνας δε χώρισεν ολότελα τους ερωτευμένους.
[3.12.1] Κάποτε ήρθε η άνοιξη, έλιωσαν τα χιόνια και φάνηκε η γης με το πρώτο χορτάρι. Άρχισαν κι οι άλλοι τσοπάνηδες να βγάζουν τα κοπάδια για βοσκή, πρώτοι απ᾽ όλους όμως η Χλόη κι ο Δάφνης — γιατί τούτοι δούλευαν σ᾽ έναν πιο τρανό Βοσκό. [3.12.2] Έτρεξαν ευθύς στις Νύμφες της σπηλιάς, από κει στον Πάνα και στην κουκουναριά, και κατόπι στη βελανιδιά, όπου κάθισαν κι έβοσκαν τα κοπάδια και καταφιλούσαν ο ένας τον άλλον. Θέλοντας να στεφανώσουν τους θεούς γύρεψαν λουλούδια. Τούτα μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν, θρεμμένα από τον πουνέντε και ζεσταμένα από τον ήλιο· βρέθηκαν ωστόσο μενεξέδες, νάρκισσοι, γαλιτσίδες κι όσα άλλα πρωτοφέρνει η άνοιξη. [3.12.3] Την ώρα που στεφάνωναν τ᾽ αγάλματα, η Χλόη κι ο Δάφνης έκαναν και σπονδή με φρέσκο γάλα από γίδες και προβατίνες. [3.12.4] Άρχισαν και τη φλογέρα, λες κι ήθελαν να προκαλέσουν τ᾽ αηδόνια να κελαηδήσουν — και τούτα πάλι σιγομουρμούριζαν στα σύδεντρα, δοκιμάζοντας σιγά-σιγά το θρήνο τους για τον Ίτυ σα να τον ξαναθυμόνταν ύστερα από μακριά σιωπή.
[3.13.1] Κάπου-κάπου βέλαζε ένα πρόβατο, τ᾽ αρνάκια πηδούσαν και χώνονταν κάτω απ᾽ τις μανάδες τους να τις βυζάξουν. Όσες δεν είχαν γεννήσει τις κυνηγούσαν τα κριάρια, τις έβαζαν κάτω και καβάλαγε το καθένα κι από μια. [3.13.2] Αλλά και οι τράγοι κυνηγούσαν τις γίδες μ᾽ ερωτικά πηδήματα και μάλωναν για δαύτες· ο καθένας είχε τις δικές του και τις φύλαγε, μην του ξεφύγουν και πάνε με άλλον. [3.13.3] Τέτοια θεάματα ήταν αρκετά για να παρακινήσουν στον έρωτα ακόμα και γέρους θεατές. Τα παιδιά, που ήταν γεμάτα ορμή κι αποζητούσαν τον έρωτα από τόσον καιρό, άναβαν μ᾽ όσα άκουγαν κι έλιωναν μ᾽ όσα έβλεπαν, γυρεύοντας κι εκείνα κάτι παραπάνω από το φιλί και τ᾽ αγκάλιασμα — ιδίως ο Δάφνης. [3.13.4] Τον είχε μεστώσει ο χειμώνας που είχε περάσει άπραχτος στο σπίτι: παθιασμένος για φιλιά, λαχταρώντας αγκαλιάσματα, έπαιρνε γενικά πιο τολμηρές πρωτοβουλίες.