[1.149.1] Αυτές που είπα είναι οι ιωνικές πόλεις, και αυτές που θα πω οι αιολικές: η Κύμη που ονομάζεται Φρικωνίς, η Λάρισα, το Νέον Τείχος, η Τήμνος, η Κίλλα, το Νότιον, η Αιγιρόεσσα, η Πιτάνη, οι Αιγαίαι, η Μύρινα, η Γρύνεια. Αυτές είναι οι αρχαίες πόλεις των Αιολέων, ένδεκα συνολικά· γιατί τη μια, τη Σμύρνη, την απέσπασαν από την ομάδα αυτή οι Ίωνες· γιατί και των Αιολέων οι πόλεις στη στεριά ήταν παλιά δώδεκα. [1.149.2] Οι Αιολείς αυτοί πέτυχαν και κατοίκισαν μια χώρα ευφορότερη από των Ιώνων, στο κλίμα όμως κατώτερη. [1.150.1] Νά πώς οι Αιολείς έχασαν τη Σμύρνη: Δέχτηκαν κάποτε στην πόλη τους μια ομάδα από Κολοφώνιους νικημένους σ᾽ ένα κίνημα και εξορισμένους από την πατρίδα τους. Αργότερα αυτοί οι φυγάδες Κολοφώνιοι καιροφυλάκτησαν μια μέρα που οι κάτοικοι της Σμύρνης έκαναν γιορτή έξω από τα τείχη προς τιμή του Διονύσου, έκλεισαν τις πύλες και έγιναν κύριοι της πόλεως. [1.150.2] Ύστερα από παρέμβαση όλων των Αιολέων, έγινε συμφωνία: οι Ίωνες να δώσουν πίσω στους Αιολείς κάθε κινητή περιουσία τους, και οι Αιολείς από μέρους τους να εγκαταλείψουν τη Σμύρνη. Δέχτηκαν οι κάτοικοι της Σμύρνης τη συνθήκη, κι έτσι οι ένδεκα αιολικές πόλεις τούς μοίρασαν μεταξύ τους και τους έκαναν πολίτες δικούς τους. [1.151.1] Αυτές είναι οι αιολικές πόλεις στη στεριά, εκτός από εκείνες που είναι χτισμένες στην Ίδη· γιατί οι τελευταίες αυτές είναι απομονωμένες. [1.151.2] Από τις νησιώτικες πόλεις οι πέντε βρίσκονται στη Λέσβο (γιατί την έχτη, χτισμένη επίσης στη Λέσβο, την Αρίσβα, τη σκλάβωσαν οι Μηθυμναίοι, κι ας είχαν το ίδιο αίμα μαζί τους)· μια πόλη είναι χτισμένη στην Τένεδο κι άλλη μια στα Εκατό νησιά, όπως τα λένε. [1.151.3] Για τους Λεσβίους και τους Τενέδιους, όπως και για τους νησιώτες Ίωνες, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Όλες όμως οι άλλες πόλεις πήραν από κοινού απόφαση να ακολουθήσουν τους Ίωνες, σ᾽ όποιον δρόμο κι αν έπαιρναν. [1.152.1] Ευθύς ως έφτασαν στη Σπάρτη οι αγγελιοφόροι των Ιώνων και των Αιολέων (το πράγμα έγινε με πολύ γρήγορο ρυθμό), διάλεξαν να μιλήσει εκ μέρους όλων ο αντιπρόσωπος της Φώκαιας, που το όνομά του ήταν Πύθερμος. Κι αυτός, αφού ντύθηκε μ᾽ ένα ρούχο πορφυρό —για να το μάθουνε οι Σπαρτιάτες και να μαζευτούν όσο γινόταν περισσότεροι— παρουσιάστηκε μπροστά τους και έλεγε πολλά και διάφορα, τονίζοντας πως είναι ανάγκη να τους βοηθήσουν. [1.152.2] Ωστόσο οι Λακεδαιμόνιοι δε συγκινήθηκαν, παρά αποφάσισαν τελικά να μην τους βοηθήσουν τους Ίωνες. Έτσι εκείνοι γύρισαν πίσω, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι, μόλις ξεφορτώθηκαν τους αγγελιοφόρους των Ιώνων, είπαν να φύγει μια αποστολή σ᾽ ένα καράβι με πενήντα κωπηλάτες, κατά τη γνώμη μου για να κατοπτεύσει πώς ήταν τα πράγματα στην Ιωνία και τί έκανε ο Κύρος. [1.152.3] Όταν αυτοί έφτασαν στη Φώκαια, έστειλαν στις Σάρδεις τον πιο ικανό ανάμεσά τους —Λακρίνης ήταν το όνομά του— να διαβιβάσει στον Κύρο το μήνυμα των Λακεδαιμονίων: να μην πειράξει ο Κύρος καμιά πόλη της ελληνικής γης, γιατί οι ίδιοι δε θα μείνουν ασυγκίνητοι. [1.153.1] Στα λόγια αυτά του κήρυκα λεν πως αντέδρασε ο Κύρος ρωτώντας τους Έλληνες που είχε μαζί του, τί λογής άνθρωποι είναι οι Λακεδαιμόνιοι και πόσο το πλήθος τους, ώστε να τολμούν να τον προειδοποιούν μ᾽ αυτόν τον τρόπο. Κι αφού κατατοπίστηκε, λένε πως είπε στον Σπαρτιάτη κήρυκα: «Ποτέ ώς τώρα δε φοβήθηκα ανθρώπους τέτοιους, που έχουν στη μέση της πόλης τους ένα ορισμένο μέρος και μαζεμένοι εκεί εξαπατούν ο ένας τον άλλο με όρκους. Αν είμαι γερός, δεν πρόκειται να συζητούν στο μέλλον οι Σπαρτιάτες τα πάθη των Ιώνων αλλά τα δικά τους». [1.153.2] Αυτά τα λόγια τα έριξε ο Κύρος κατά πρόσωπον όλων των Ελλήνων, επειδή στήνονται στις αγορές τους και εκεί πουλούν και αγοράζουν. Γιατί οι ίδιοι οι Πέρσες δε συνηθίζουν καθόλου τις αγορές κι ούτε κι υπάρχει γενικά στα μέρη τους τόπος για αγορά. [1.153.3] Ύστερα ο Κύρος αφού εμπιστεύθηκε τη διοίκηση των Σάρδεων στον Πέρση Τάβαλο, και το θησαυρό του Κροίσου στον Λυδό Πακτύη για να τον φυλά, ξεκίνησε για τα Αγβάτανα, παίρνοντας μαζί του και τον Κροίσο· για τους Ίωνες προς το παρόν δεν έδειξε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. [1.153.4] Γιατί η Βαβυλώνα τού στεκόταν εμπόδιο και το έθνος των Βακτρίων και οι Σάκες και οι Αιγύπτιοι: εναντίον τους είχε σκοπό να εκστρατεύσει ο ίδιος, ενώ εναντίον των Ιώνων να στείλει άλλον στρατηγό. [1.154.1] Μόλις ο Κύρος ξεκίνησε από τις Σάρδεις, ο Πακτύης ξεσήκωσε τους Λυδούς να αποστατήσουν από τον Τάβαλο και τον Κύρο. Κατέβηκε στη θάλασσα, κι έτσι που είχε όλο το χρυσάφι που πήρε από τις Σάρδεις, στρατολογούσε μισθοφόρους και έπειθε τους κατοίκους των παραθαλασσίων να εκστρατεύσουν στο πλευρό του. Κίνησε έτσι αμέσως με το στρατό του εναντίον των Σάρδεων και πολιορκούσε τον Τάβαλο, που ήταν κλεισμένος στην ακρόπολη. [1.155.1] Όταν το πράγμα έφτασε στα αυτιά του Κύρου επάνω στην πορεία του, είπε στον Κροίσο τα ακόλουθα λόγια: «Κροίσε, ποιό θα είναι το τέλος μ᾽ αυτά που γίνονται εναντίον μου; Δεν το έχουνε σκοπό, όπως φαίνεται, να σταματήσουν οι Λυδοί από το να μ᾽ ενοχλούν και να υποφέρουν κι οι ίδιοι. Σκέφτομαι μην είναι το καλύτερο να τους πουλήσω σκλάβους· γιατί τώρα μου φαίνεται σαν να έχω κάνει το ίδιο, όπως αν κάποιος, που έχει σκοτώσει έναν πατέρα, λυπήθηκε τα παιδιά του. [1.155.2] Έτσι κι εγώ, εσένα, που είσαι κάτι περισσότερο από πατέρας των Λυδών, σε πήρα και σε κουβαλώ μαζί μου, ενώ στους ίδιους τους Λυδούς παρέδωσα την πόλη — κι ύστερα απορώ που ξεσηκώνονται εναντίον μου». Εκείνος έλεγε αυτά που πίστευε, και ο Κροίσος, από φόβο μήπως ο Κύρος καταστρέψει εκ θεμελίων τις Σάρδεις, του αποκρινόταν ως εξής: [1.155.3] «Βασιλιά μου, μίλησες λογικά· ωστόσο μην παραδίδεσαι ολότελα στο θυμό σου και μην αφανίσεις μιαν αρχαία πόλη, που τίποτε δεν φταίει για όσα έγιναν στο παρελθόν και όσα συμβαίνουν τώρα. Γιατί αυτό που έγινε στο παρελθόν, εγώ το έκανα, και πάνω στο δικό μου κεφάλι πέφτει το κρίμα, και το υπομένω. Γι᾽ αυτό πάλι που συμβαίνει τώρα, ένοχος είναι ο Πακτύης, αυτός που του εμπιστεύθηκες τις Σάρδεις· αυτός πρέπει να πληρώσει. [1.155.4] Κι όσο για τους Λυδούς συγχώρα τους, και για να μη σηκώσουν άλλη φορά κεφάλι μήτε να γίνουν επικίνδυνοι, πρόσταξέ τους τα ακόλουθα: στείλε τους μήνυμα και απαγόρευσέ τους να έχουν στην κατοχή τους όπλα πολεμικά, πρόσταξέ τους να βάλουν πουκαμίσες κάτω από τα πανωφόρια τους και στα πόδια τους να δέσουν κοθόρνους, και παράγγειλέ τους να μάθουν στα παιδιά τους να παίζουνε κιθάρα και να τραγουδούν και να εμπορεύονται. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο, βασιλιά μου, γρήγορα θα τους δεις να γίνονται γυναίκες από άνδρες που είναι, και πια δε θα υπάρχει κίνδυνος μην επαναστατήσουν. [1.156.1] Ο Κροίσος τού πρότεινε αυτά τα μέτρα, γιατί τα έβρισκε προτιμότερα για τους Λυδούς, παρά να πουληθούνε σκλάβοι, ξέροντας πως αν δεν πρόβαλε στον Κύρο μια πρόταση ανάλογη, δε θα κατόρθωνε να τον πείσει να αλλάξει γνώμη. Εξάλλου τον τρόμαζε και η ιδέα μήπως στο μέλλον —αν τώρα ξέφευγαν το κακό — ξεσηκωθούν και πάλι οι Λυδοί εναντίον των Περσών και αφανιστούν. [1.156.2] Άρεσε η συμβουλή στον Κύρο και δίνοντας τόπο στην οργή του είπε πως δέχεται την πρόταση. Ύστερα φώναξε το Μαζάρη, που ήταν Μήδος, και τον πρόσταξε να πάει να πει στους Λυδούς αυτά που του συμβούλευσε ο Κροίσος· επιπλέον να πουλήσει σκλάβους όλους τους άλλους που μαζί με τους Λυδούς είχαν χτυπήσει τις Σάρδεις, ενώ τον ίδιο τον Πακτύη να τον πιάσει οπωσδήποτε ζωντανό και να τον φέρει εδώ. [1.157.1] Αφού ο Κύρος έδωσε πάνω στο δρόμο του τις παραπάνω συμβουλές, συνέχισε την πορεία του για τη χώρα των Περσών. Ο Πακτύης ωστόσο μόλις πληροφορήθηκε ότι βαδίζει εναντίον του στρατός και πως είναι μάλιστα κοντά, από φόβο κατέφυγε στην Κύμη. [1.157.2] Ο Μήδος Μαζάρης είχε κινήσει για τις Σάρδεις έχοντας μαζί του ένα τμήμα από το στρατό του Κύρου, —πόσο ακριβώς δεν ξέρω— και, επειδή δε βρήκε πια την ομάδα του Πακτύη στις Σάρδεις, πρώτα πρώτα επέβαλε στους Λυδούς να εφαρμόσουν τις εντολές του Κύρου· και κάτω από τη δική του επιβολή, οι Λυδοί άλλαξαν ολότελα τρόπο ζωής. [1.157.3] Ύστερα ο Μαζάρης έστειλε αγγελιοφόρους στην Κύμη, για να ζητήσουν να του δοθεί πίσω ο Πακτύης. Οι Κυμαίοι όμως αποφάσισαν να αναθέσουν το πράγμα στο θεό των Βραγχιδών ζητώντας τη συμβουλή του· γιατί εκεί υπήρχε από παλιά ιδρυμένο ένα μαντείο, που συνήθιζαν όλοι οι Ίωνες και οι Αιολείς να το συμβουλεύονται. Ο τόπος αυτός βρίσκεται στην περιοχή της Μιλήτου, πάνω από το λιμάνι του Πανόρμου. [1.158.1] Έστειλαν λοιπόν οι Κυμαίοι ανθρώπους τους στο ιερό των Βραγχιδών και ρωτούσαν τί έπρεπε να κάνουν με τον Πακτύη, ώστε να ευχαριστήσουν τους θεούς. Και στην ερώτησή τους αυτή το μαντείο απάντησε να παραδώσουν τον Πακτύη στους Πέρσες. Όταν ο χρησμός έφτασε και τον έμαθαν οι Κυμαίοι, ήσαν έτοιμοι να τον παραδώσουν. [1.158.2] Ενώ όμως οι πιο πολλοί κινούνταν προς αυτή την κατεύθυνση, ο Αριστόδικος, ο γιος του Ηρακλείδη, άνθρωπος ικανός μέσα στην πόλη, συγκράτησε τους Κυμαίους να μην το κάνουνε αυτό, αμφιβάλλοντας για το χρησμό και πιστεύοντας ότι οι απεσταλμένοι δεν έλεγαν την αλήθεια· ωσότου ξεκίνησε μια δεύτερη αποστολή να ξαναρωτήσει για τον Πακτύη — ανάμεσά τους ήταν και ο Αριστόδικος. [1.159.1] Όταν η αποστολή έφτασε στις Βραγχίδες, ζητούσε χρησμό εκ μέρους όλων ο Αριστόδικος, υποβάλλοντας την ερώτηση με τον εξής τρόπο: «Βασιλιά, ήρθε στην πόλη μας ικέτης ο λυδός Πακτύης, ζητώντας καταφύγιο από τον βίαιο θάνατο που του ετοιμάζουν οι Πέρσες· αυτοί βέβαια τον ζητούν και θέλουν από τους Κυμαίους να τους τον παραδώσουν. [1.159.2] Εμείς όμως, όσο κι αν μας φοβίζει η δύναμη των Περσών, ώς τώρα δεν τολμήσαμε να τους παραδώσουμε έναν ικέτη, προτού μας δείξεις εσύ ξεκάθαρα τί από τα δύο πρέπει να κάνουμε». Αυτή ήταν η ερώτηση του Αριστόδικου, αλλά ο θεός έδωσε πάλι τον ίδιο χρησμό, προστάζοντάς τους να δώσουν πίσω τον Πακτύη στους Πέρσες. [1.159.3] Τότε ο Αριστόδικος από σκοπού έκανε το εξής: Έφερε γύρα το ναό κι έδιωχνε τα σπουργίτια που είχαν φωλιάσει στο ναό. Και ενώ εκείνος έκανε αυτό που είπαμε, λένε ότι ακούστηκε να βγαίνει μέσα από το άδυτο μια φωνή, που απευθυνόταν στον Αριστόδικο και έλεγε τα εξής: «Ασεβέστατε άνθρωπε, πώς τολμάς να κάνεις αυτό το πράγμα; Διώχνεις τους ικέτες μου μέσα από το ναό μου;» Ο Αριστόδικος όμως δεν τα έχασε και αποκρίθηκε: [1.159.4] «Ω Βασιλιά, ο ίδιος λοιπόν βοηθείς τους ικέτες σου, ενώ τους Κυμαίους τούς προστάζεις να παραδώσουν τον δικό τους ικέτη;» Και ο θεός μίλησε πάλι και είπε: «Ναι, το προστάζω, για να ασεβήσετε και να χαθείτε γρηγορότερα, ώστε να μην έρχεστε άλλη φορά να πάρετε χρησμό για το αν πρέπει ή όχι να αποδώσετε έναν ικέτη». [1.160.1] Όταν η απάντηση έφτασε και την άκουσαν οι Κυμαίοι, επειδή δεν ήθελαν ούτε παραδίδοντάς τον τον Πακτύη να αφανιστούν ούτε κρατώντας τον να υποστούν πολιορκία, τον ξαποστέλνουν στη Μυτιλήνη. [1.160.2] Οι Μυτιληναίοι όμως, επειδή ο Μαζάρης τούς έστειλε μήνυμα να του παραδώσουν τον Πακτύη, ήσαν έτοιμοι να το κάνουν έναντι ενός ποσού — πόσου δεν ξέρω να το πω με ακρίβεια, αφού το πράγμα τελικά δεν έγινε. [1.160.3] Μόλις οι Κυμαίοι έμαθαν τα παζαρέματα των Μυτιληναίων, έστειλαν πλοίο στη Λέσβο, και παίρνουν τον Πακτύη και τον φυγαδεύουν στη Χίο. Εκεί όμως οι Χίοι τον απέσπασαν από το ιερό της πολιούχου Αθηνάς και τον παρέδωσαν. [1.160.4] Τον παρέδωσαν οι Χίοι παίρνοντας για αντάλλαγμα τον Αταρνέα· ο Αταρνέας αυτός είναι ένας τόπος στη Μυσία αντίκρυ στη Λέσβο. Έτσι οι Πέρσες πήραν στα χέρια τους τον Πακτύη και τον φύλαγαν, για να τον παρουσιάσουν στον Κύρο. [1.160.5] Πέρασε πολύς καιρός και στο μεταξύ κανένας Χίος και για κανέναν θεό δεν έπαιρνε να προσφέρει κριθάλευρο από τα χωράφια του Αταρνέα, ούτε και έφτιαχνε λειτουργιές από το στάρι αυτού του τόπου· και γενικά οτιδήποτε έδιναν τα χωράφια αυτά δεν έμπαινε σε κανένα ιερό. [1.161.1] Έτσι οι Χίοι παρέδωσαν τον Πακτύη, ενώ ο Μαζάρης κίνησε ύστερα με το στρατό του εναντίον εκείνων που πήραν μέρος στην πολιορκία του Ταβάλου· τους κατοίκους της Πριήνης τους υποδούλωσε, ενώ με το στρατό του έκανε σ᾽ όλη την πεδιάδα επιδρομές και την λεηλατούσε — το ίδιο έγινε και με τη Μαγνησία. Αμέσως όμως ύστερα από αυτό ο Μαζάρης πεθαίνει από κάποια αρρώστια. [1.162.1] Μετά το θάνατό του, διάδοχός του στρατηγός ήρθε από τα μέσα της Ασίας ο Άρπαγος, μηδικής καταγωγής — αυτός που ο βασιλιάς των Μήδων Αστυάγης τού έκανε εκείνο το φριχτό τραπέζι, και που με τη συμβολή του έγινε ο Κύρος βασιλιάς. [1.162.2] Αυτός λοιπόν ορίστηκε τότε από τον Κύρο στρατηγός, και μόλις έφτασε στην Ιωνία άρχισε να κυριεύει τις πόλεις φτιάχνοντας αναχώματα. Γιατί αφού πρώτα τους έκλεινε στα τείχη, ύστερα ύψωνε αναχώματα πλάι στα τείχη τους και τα κυρίευε. [1.163.1] Πρώτην ανάμεσα στις πόλεις της Ιωνίας χτύπησε τη Φώκαια. Οι Φωκαείς ήταν οι πρώτοι από τους Έλληνες που έκαναν μακρινές ναυτικές εξορμήσεις, κι αυτοί είναι που ανεκάλυψαν τον Αδριατικό κόλπο, την Τυρρηνία και Ιβηρία, και τον Ταρτησσό. [1.163.2] Δεν ταξίδευαν με στρογγυλά καράβια αλλά με μακρόστενα των πενήντα κωπηλατών. Όταν έφτασαν στον Ταρτησσό, κέρδισαν τη φιλία του βασιλιά των Ταρτησσίων που το όνομά του ήταν Αργανθώνιος· αυτός βασίλευσε στην Ταρτησσό ογδόντα χρόνια κι έζησε συνολικά εκατόν είκοσι. [1.163.3] Τόσο πολύ κέρδισαν οι Φωκαείς την αγάπη αυτού του ανθρώπου, ώστε στην αρχή τούς πρότεινε να αφήσουν την Ιωνία και να εγκατασταθούν στη χώρα του, όπου θέλουν· ύστερα επειδή οι Φωκαείς δε δέχτηκαν την προσφορά του, όταν ο βασιλιάς πληροφορήθηκε από αυτούς τους ίδιους ότι οι Μήδοι όλο και προχωρούν μπροστά, τους έδωσε χρήματα για να περιτειχίσουν την πόλη τους, [1.163.4] και τους τα έδωσε με απλοχεριά· γιατί κι η περιφέρεια του τείχους δεν είναι λίγα στάδια, και επιπλέον όλο το τείχος είναι καμωμένο από μεγάλες πέτρες καλά συναρμοσμένες. [1.164.1] Μ᾽ αυτόν τον τρόπο έγινε το τείχος των Φωκαέων. Από τη μεριά του ο Άρπαγος, αφού μετακίνησε το στρατό του, άρχισε να τους πολιορκεί, και τους επρότεινε ότι του αρκούσε αν οι Φωκαείς δέχονταν να ρίξουν μια μονάχα πολεμίστρα του τείχους των και να αφιερώσουν ένα μόνο οικοδόμημα στον μέγα βασιλιά. [1.164.2] Οι Φωκαείς, που δε βαστούσαν στην ιδέα της δουλοσύνης, είπαν πως θέλουν μια μέρα να σκεφτούν κι ύστερα θα απαντήσουν· όσο αυτοί θα σκέφτονταν, όφειλε ο Άρπαγος να απομακρύνει το στρατό του από τα τείχη τους. Εκείνος είπε πως καταλαβαίνει καλά τί παν να κάνουν, κι ωστόσο τους αφήνει να σκεφτούν. [1.164.3] Όσο λοιπόν ο Άρπαγος κράτησε το στρατό του μακριά από τα τείχη, οι Φωκαείς μέσα σ᾽ αυτόν το χρόνο κατέβασαν τα καράβια τους στη θάλασσα, έβαλαν μέσα παιδιά, γυναίκες και κινητή περιουσία, κι ακόμη τα αγάλματα από τους ναούς των και τα άλλα αφιερώματα, εκτός απ᾽ ό,τι ήταν χάλκινο ή από πέτρα ή ζωγραφιστό· όλα τα άλλα τα έβαλαν μέσα στα πλοία τους και ξεκίνησαν για τη Χίο. Έτσι την Φώκαια την πήραν οι Πέρσες έρημη από ανθρώπους. [1.165.1] Οι Φωκαείς, επειδή οι Χίοι δε θέλησαν να τους πουλήσουν τα νησιά που τους ζήτησαν να τα αγοράσουν και που ονομάζονται Οινούσσες, από φόβο μήπως στο τέλος τα νησιά αυτά εξελιχθούν σ᾽ εμπορικό κέντρο και το δικό τους απομονωθεί· ύστερα από όλα αυτά οι Φωκαείς ξεκίνησαν για την Κύρνο. Γιατί στην Κύρνο, είκοσι χρόνια πριν, σύμφωνα μ᾽ ένα χρησμό, είχαν χτίσει μια πόλη που το όνομά της ήταν Αλαλία. [1.165.2] Στο μεταξύ ο Αργανθώνιος είχε πια πεθάνει. Στο δρόμο για την Κύρνο, κατέπλευσαν πρώτα στην Φώκαια και σκότωσαν την περσική φρουρά, που ο Άρπαγος τής είχε αναθέσει τη φύλαξη της πόλεως· ύστερα όταν το τέλειωσαν κι αυτό, έκαναν όρκους και κατάρες φοβερές για όποιον τυχόν δε θα τους ακολουθούσε στο ταξίδι τους· [1.165.3] ακόμη ρίξαν μέσα στο βυθό της θάλασσας ένα κομμάτι σίδερο κι ορκίστηκαν να μην ξαναγυρίσουν στη Φώκαια, πριν το κομμάτι αυτό το σίδερο ξανάβγει πάνω στην επιφάνεια. Μα τη στιγμή που ήσαν έτοιμοι να ξεκινήσουν για την Κύρνο, πάνω από τους μισούς πολίτες τούς πήρε ο πόθος κι η λύπη για την πόλη και τα χώματά τους, και πατώντας τον όρκο τους έβαλαν πλώρη για τη Φώκαια. Όσοι όμως κράτησαν τον όρκο τους ξεκίνησαν από τις Οινούσσες κι ανοίχτηκαν στο πέλαγος. [1.166.1] Όταν πια έφτασαν στην Κύρνο, ζήσαν για πέντε χρόνια μαζί με τους παλιούς αποίκους των κι έχτισαν κι ιερά. Καθώς όμως άρπαζαν και λεηλατούσαν όλους τους γύρω τους, γι᾽ αυτόν το λόγο εκστρατεύουν εναντίον τους, ύστερα από κοινή συμφωνία, οι Τυρρηνοί και οι Καρχηδόνιοι, καθένας τους με εξήντα πλοία. [1.166.2] Οι Φωκαείς από μέρους τους αρμάτωσαν κι οι ίδιοι τα πλοία τους, εξήντα τον αριθμό, κι ανοίχτηκαν να τους απαντήσουν στο πέλαγος. Στη ναυμαχία που έγινε, νίκησαν οι Φωκαείς μια νίκη Καδμεία που λένε. Γιατί τα σαράντα πλοία τους καταστράφηκαν, και τα είκοσι που σώθηκαν ήσαν πια άχρηστα, αφού είχαν στραβώσει τα έμβολά τους. [1.166.3] Έβαλαν λοιπόν πλώρη για την Αλαλία, απ᾽ όπου ξεσήκωσαν τα παιδιά και τις γυναίκες τους και την άλλη περιουσία, όση μπορούσαν να σηκώσουν τα καράβια τους· ύστερα άφησαν την Κύρνο κι έπλεαν για το Ρήγιο. [1.167.1] Τα πληρώματα από τα καράβια που καταστράφηκαν τα μοιράστηκαν οι Καρχηδόνιοι και οι Τυρρηνοί· ανάμεσά τους οι Αγυλλαίοι πήραν τους περισσότερους, και βγάζοντάς τους έξω από την πόλη τους, τους σκότωσαν με λιθοβολισμό. Ύστερα όμως στη χώρα των Αγυλλαίων, ό,τι και να πλησίαζε στον τόπο που ήταν θαμμένοι οι λιθοβολημένοι Φωκαείς, στρέβλωνε, γινόταν ανίκανο κι ανάπηρο: το ίδιο τα βοσκήματα, τα υποζύγια κι οι άνθρωποι. [1.167.2] Γι᾽ αυτό οι Αγυλλαίοι έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς, θέλοντας να επανορθώσουν το σφάλμα τους· και η Πυθία τούς πρόσταξε να κάνουν αυτό που κάνουν ακόμη και τώρα οι Αγυλλαίοι: προσφέρουν δηλαδή στις σκιές των Φωκαέων πλούσιες θυσίες, και προς τιμή τους οργανώνουν γυμνικούς αγώνες και ιπποδρομίες. [1.167.3] Τέτοιο στάθηκε το τέλος αυτών των Φωκαέων, ενώ οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο Ρήγιο και ξεκινώντας από εκεί έγιναν κύριοι μιας πόλης στην περιοχή της Οινωτρίας, αυτή που τώρα ονομάζεται Υέλη. [1.167.4] Και την αποίκισαν σύμφωνα μ᾽ όσα τους είπε ένας Ποσειδωνιώτης, πως δηλ. η Πυθία χρησμοδότησε ότι πρέπει να ιδρύσουνε ιερό του Κύρνου, που ήταν ήρως, κι όχι να αποικίσουν το νησί. Αυτή είναι η ιστορία της Φώκαιας στην Ιωνία. [1.168.1] Ανάλογα πράγματα μ᾽ αυτούς έκαναν και οι κάτοικοι της Τέω: Όταν ο Άρπαγος κυρίεψε το τείχος τους με ανάχωμα, μπήκαν όλοι στα πλοία κι έφυγαν πλέοντας για τη Θράκη, και εκεί αποίκισαν την πόλη Άβδηρα, που πριν από αυτούς την ίδρυσε ο Κλαζομένιος Τιμήσιος δίχως να την χαρεί, γιατί τον έδιωξαν οι Θράκες· τώρα οι Τήιοι στα Άβδηρα τον τιμούν σαν ήρωα. |