ΧΟΡ. Δύστυχη Ελλάδα, τί μεγάλο πένθος
βλέπω θενά ᾽χει αν χάσει αυτό τον άντρα.
ΥΛΛ. Αφού μου δίνεις άδεια, πατέρα,
να σου απαντήσω, αξίωσε να μ᾽ ακούσεις
αμίλητα, μόλο που τόσο πάσχεις·
γιατί θα σου ζητήσω μόνο ό,τι είναι
δίκιο να βρω: να εμπιστευτείς σε μένα
και μετριάσεις την οργή που τρώει
τα σπλάχνα σου· γιατί δε θα μπορέσεις
αλλιώς να καταλάβεις πόσον είναι
μάταιη η χαρά που λαχταράς να λάβεις
κι άδικ᾽ η πίκρ᾽ αυτή που σε σπαράζει.
1120ΗΡΑ. Λέγε ό,τι θες και τέλειωνε, γιατί
στη θέση πού ειμαι τίποτα δε νιώθω
απ᾽ όσα μου στριφογυρνάς τόση ώρα.
ΥΛΛ. Είναι για τη μητέρα μου που θέλω
να κάμω λόγο, για την τωρινή της
τη θέση και για το κακό που δίχως
να το θέλει έχει κάμει. ΗΡΑ. Ω πανάθλιε,
κι ακόμα εσύ τολμάς να μου θυμίζεις
την πατροφόνισσά σου τη μητέρα,
και να σ᾽ ακούω εγώ; ΥΛΛ. Μα έτσι όπως τώρα
βρίσκεται, δεν ταιριάζει να σωπαίνω.
ΗΡΑ. Πώς όχι; ύστερ᾽ απ᾽ όσα έχει τολμήσει…
ΥΛΛ. Μα τί θα πεις και για τα τωρινά της;
ΗΡΑ. Λέγε λοιπόν· μόνο φυλάξου μήπως
φανείς πως είσαι γιος ανάξιός μου.
ΥΛΛ. Λέγω· δεν είναι ζωντανή πια εκείνη,
1130μα ότι κι έχει πεθάνει, σκοτωμένη.
ΗΡΑ. Σκοτωμένη; από ποιόν; τί ξαφνικό
τ᾽ απαίσια αυτά τα νέα που σου ακούω!
ΥΛΛ. Όχι από ξένο χέρι· μοναχή της
σκοτώθηκε και πάει. ΗΡΑ. Ω δυστυχία·
έτσι, πριν, όπως θα ᾽πρεπε, πεθάνει
απ᾽ τα δικά μου χέρια; ΥΛΛ. Μα και σένα
θα γύριζε η καρδιά σου, αν θα μάθεις
όλο το παν. ΗΡΑ. Με παράξενα λόγια
μου αρχίνησες· μα λέγε ό,τι στο νου σου
έχεις να πεις. ΥΛΛ. Νά, για να ξέρεις όλα·
έσφαλ᾽ εκεί που πήγαινε ζητώντας
καλό να κάμει. ΗΡΑ. Και καλό, πανάθλιε,
το λες, να σου σκοτώσει τον πατέρα;
ΥΛΛ. Ενώ θαρρούσε πως σου ᾽στελλε μάγια
της αγάπης, σαν είδε μες στο σπίτι
τους νέους σου γάμους, βγήκε γελασμένη.
ΗΡΑ. Και ποιός τόσο μεγάλος μάγος είναι
1140μες στην Τραχίνα; ΥΛΛ. Απ᾽ τα παλιά τα χρόνια
την είχε πείσει ο Κένταυρος ο Νέσσος
πως με τέτοια θα ξετρέλαινε μάγια
τον έρωτά σου. ΗΡΑ. Οϊμέ, ο δυστυχισμένος,
χάθηκα, πάω· τέλειωσε για μένα
της ζωής το φως· τώρα επιτέλους βλέπω
σε ποιά συφορά βρισκόμαστε μέσα.
Άμε, γιε μου —πατέρα πια δεν έχεις—
άμε και φώναξε όλα σου τ᾽ αδέρφια,
κάλεσε και την άμοιρην Αλκμήνη,
που άδικα στάθηκε του Δία γυναίκα,
ν᾽ ακούσετε στερνή φορά από μένα
1150όλα τα λόγια των χρησμών που ξέρω.
ΥΛΛ. Δεν είν᾽ εδώ η μητέρα σου· έχει πάει
στην παραλία την Τίρυνθα να μένει·
κι απ᾽ τα παιδιά σου, άλλα μαζί της πήρε
και τ᾽ αναθρέφει, κι άλλα, για να ξέρεις,
στης Θήβας κατοικούν την πόλη· μα οι άλλοι
εμείς που είμαστ᾽ εδώ, αν είναι ανάγκη
να κάμομε τίποτα, πρόσταξέ μας
και θα σε υπερετήσομε, πατέρα.
|