ΟΙΔ. Βρίσκεται εδώ από σας κανείς, να ξέρει
το βοσκό που μας είπε, να τον είδε
στα χωράφια, ή στη χώρα; Αποκριθείτε·
1050γιατί ήρθε ώρα όλα πια στο φως να βγούνε.
ΧΟΡ. Θαρρώ είναι ο ίδιος μ᾽ αυτόν απ᾽ τα χωράφια
που γύρευες να δεις πριν· μα η Ιοκάστη
καλύτερα μπορεί να σε φωτίσει.
ΟΙΔ. Γυναίκα, εκείνον τον ξέρεις, που τώρα
φωνάξαμε εδώ νά ᾽ρθει; αυτόν λέει τούτος;
ΙΟΚ. Τί, όποιον κι αν λέει; μη σκοτίζεσαι· μάταια
τί θέλεις κι όλα αυτά τα συλλογιέσαι;
ΟΙΔ. Μόνο αυτό δε θα γίνει, να ᾽χω τέτοια
σημάδια και να μη βρω τη γενιά μου.
1060ΙΟΚ. Για το Θεό, αν αγαπάς τη ζωή σου,
μη ζητάς άλλα· φτάνει ο σπαραγμός μου.
ΟΙΔ. Θάρρος· τι αν κι από τρεις εγώ γενιές
τριπλά σκλάβος φανώ, εσύ δεν ξεπέφτεις.
ΙΟΚ. Σε ικετεύω, άκουσέ με· μην το κάνεις.
ΟΙΔ. Δεν ακούω, πριν να μάθω την αλήθεια.
ΙΟΚ. Γι᾽ αγάπη σου, το πιο καλό σού λέω.
ΟΙΔ. Μ᾽ αυτά τα πιο καλά δέρνουμαι χρόνια.
ΙΟΚ. Άμοιρε, ας μη μάθεις ποτέ ποιός είσαι.
ΟΙΔ. Δε μου φέρνει ένας το βοσκό; κι αφήστε
1070να την ξιπάζει αυτή η τρανή γενιά της.
ΙΟΚ. Αλί σου, αλί, βαριόμοιρε· αυτό μόνο
σου λέω, και τίποτα άλλο πια ποτέ μου.
ΧΟΡ. Ποιός πόνος άγριος συνεπήρε, Οιδίπου,
την αρχόντισσα κι έφυγε ; Φοβούμαι
σε νέους καημούς μην ξεσπάσει η σιωπή της.
ΟΙΔ. Σε ό,τι θέλει ας ξεσπάσει. Εγώ να μάθω
τη φύτρα μου ποθώ, κι ας είναι ανάξια.
Μπορεί αυτή, καυχησιάρα σα γυναίκα,
να ᾽χει ντροπή για τη φτωχή γενιά μου.
1080Μα εμέ, που νιώθω ανοιχτοχέρας Τύχης
παιδί πως είμαι, ατιμία δε με πιάνει.
Αυτήν μάνα έχω· και τ᾽ αδέρφια, οι μήνες,
πότε μικρό, πότε τρανό με δείξαν.
Σα γεννήθηκα τέτοιος, δε θα γίνω
άλλος, για να μη μάθω τη γενιά μου.
|