ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡ. Γιατί, αφού βλέπομε
τα πιο νοητά πετεινά τ᾽ ουρανού
να γεροκομούνε με τόση
1060στοργή τους γονιούς των,
που τα ᾽χουν γεννήσει και μ᾽ όση
μπορούσαν φροντίδ᾽ αναθρέψει,
γιατί να μην κάνομε το ίδιο και μεις;
Μα όχι, μά τ᾽ αστροπελέκια του Δία
και μά την ουράνια τη Θέμη,
πολύ δε θ᾽ αργήσει η ποινή των ακόμα.
Ω ανθρώπινη Φήμη, που φτάνεις
βαθιά κι ως τους τάφους,
κράξε φωνή θλιβερή στους Ατρείδες
κάτω απ᾽ τη γη, να τους φέρνεις
τις αγέλαστες τούτες ντροπές:
Πως βόσκει που βόσκει η αρρώστια
1070στα σπίτια των μέσα
και των δυο των παιδιών
δε συμβιβάζεται πια με καμιά
φιλική συνεννόηση η διχόνοια,
μα προδομένη, μονάχη παλεύει
στα κύματα μέσα η Ηλέκτρα
κι όλο θρηνεί το γονιό της η δόλια
σαν τη γογγύχτρ᾽ αηδόνα,
κι αψηφώντας το θάνατο, είν᾽ έτοιμη
και να κλείσει για πάντα τα μάτια της
1080φτάνει μια τη διπλή να συντρίψει Ερινύα·
ποιά άλλη θα ᾽βγαινε τόσο γενναία ποτέ;
Κανένας δε θέλει ευγενής
μ᾽ ανάξια ζωή να ντροπιάσει
άδοξα τ᾽ όνομά του, ω κόρη, κόρη.
Όπως και συ, που προτίμησες
τον κλήρο των παντοτινών των θρήνων
κι οπλίστηκες ενάντια στο κακό
για να κερδίσεις έπαινο διπλό
και για το νου και για την αρετή σου.
1090Ω άμποτε να μου ζεις
απ᾽ τους εχθρούς σου από πάνω
τόσο πιο δυνατή και πιο πλούσια,
όσο τους είσαι υποχείρια τώρα·
γιατί σε γνώρισα να ζεις
μέσα την πιο άθλια τη ζωή
κι όμως στους νόμους που είναι από τη φύση
οι πιο άγιοι απ᾽ όλους, έχεις τ᾽ αριστεία
μ᾽ αυτή σου την ευσέβεια στο Δία.
|