Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ

Εἰδύλλια (11.30-11.53)


30 γινώσκω, χαρίεσσα κόρα, τίνος οὕνεκα φεύγεις·
οὕνεκά μοι λασία μὲν ὀφρὺς ἐπὶ παντὶ μετώπῳ
ἐξ ὠτὸς τέταται ποτὶ θώτερον ὦς μία μακρά,
εἷς δ᾽ ὀφθαλμὸς ὕπεστι, πλατεῖα δὲ ῥὶς ἐπὶ χείλει.
ἀλλ᾽ οὗτος τοιοῦτος ἐὼν βοτὰ χίλια βόσκω,
35 κἠκ τούτων τὸ κράτιστον ἀμελγόμενος γάλα πίνω·
τυρὸς δ᾽ οὐ λείπει μ᾽ οὔτ᾽ ἐν θέρει οὔτ᾽ ἐν ὀπώρᾳ,
οὐ χειμῶνος ἄκρω· ταρσοὶ δ᾽ ὑπεραχθέες αἰεί.
συρίσδεν δ᾽ ὡς οὔτις ἐπίσταμαι ὧδε Κυκλώπων,
τίν, τὸ φίλον γλυκύμαλον, ἁμᾷ κἠμαυτὸν ἀείδων
40 πολλάκι νυκτὸς ἀωρί. τράφω δέ τοι ἕνδεκα νεβρώς,
πάσας μαννοφόρως, καὶ σκύμνως τέσσαρας ἄρκτων.
ἀλλ᾽ ἀφίκευσο ποθ᾽ ἁμέ, καὶ ἑξεῖς οὐδὲν ἔλασσον,
τὰν γλαυκὰν δὲ θάλασσαν ἔα ποτὶ χέρσον ὀρεχθεῖν·
ἅδιον ἐν τὤντρῳ παρ᾽ ἐμὶν τὰν νύκτα διαξεῖς.
45 ἐντὶ δάφναι τηνεί, ἐντὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι,
ἔστι μέλας κισσός, ἔστ᾽ ἄμπελος ἁ γλυκύκαρπος,
ἔστι ψυχρὸν ὕδωρ, τό μοι ἁ πολυδένδρεος Αἴτνα
λευκᾶς ἐκ χιόνος ποτὸν ἀμβρόσιον προΐητι.
τίς κα τῶνδε θάλασσαν ἔχειν καὶ κύμαθ᾽ ἕλοιτο;
50 αἰ δέ τοι αὐτὸς ἐγὼν δοκέω λασιώτερος ἦμεν,
ἐντὶ δρυὸς ξύλα μοι καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον πῦρ·
καιόμενος δ᾽ ὑπὸ τεῦς καὶ τὰν ψυχὰν ἀνεχοίμαν
καὶ τὸν ἕν᾽ ὀφθαλμόν, τῶ μοι γλυκερώτερον οὐδέν.


30Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι·
γιατ᾽ έχω φρύδι τριχωτό σ᾽ όλο το μέτωπο μου
που αρχίζει απ᾽ το ᾽να μου τ᾽ αυτί και φθάνει ίσα με τ᾽ άλλο
κι έχω ένα μάτι μοναχά κάτ᾽ απ᾽ το φρύδι εκείνο,
και πέφτ᾽ η μύτη μου πλατιά κατά το στόμ᾽ απάνω.

Μα μ᾽ όλη μου την ασχημιά πρόβατα χίλια βόσκω,
35κι αρμέγοντάς τα πίνω εγώ το πιο καλό τους γάλα·
και δε μου λείπει το τυρί μηδέ το καλοκαίρι
μηδέ και το φθινόπωρο μηδέ και το χειμώνα
κι είναι τα τυροβόλια μου ολοχρονίς γεμάτα.

Και τη φλογέρα παίζω εγώ καλύτερ᾽ απ᾽ τους άλλους
τους Κυκλομάτες που είν᾽ εδώ· και παίζω τη φλογέρα
για σένανε, γλυκόμηλο, και για παρηγοριά μου
40τη νύχτα τα μεσάνυχτα. Κι έχω πολλά λαφάκια
με τραχηλίτσες στο λαιμό, και τέσσερ᾽ αρκουδάκια.

Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ᾽ έχω χάρισμα σου.
Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα
και πιο γλυκά θενα περνάς τις νύκτες στη σπηλιά μου.
Μπροστά σε τόσα που ᾽χω γω, ποιός με τη θέλησή του
θα προτιμά τη θάλασσα την αφροκυματούσα;

45Εκεί είναι δάφνες φουντωτές, κισσός σκοτεινιασμένος
και κυπαρίσσια λυγερά, εκεί είναι και τ᾽ αμπέλι
που κάνει γλυκοστάφυλα, εκεί το κρύο νεράκι
που μου το στέλνει από ψηλά η δασωμένη η Αίτνα
βγαλμένο από τα χιόνια της, γάργαρο και δροσάτο.

50Κι αν σου φανώ και πιο δασύς απ᾽ όσο πρέπει να ᾽μαι
έχω βελανιδόξυλα κι έχω φωτιά στη στάχτη·
κι εγώ για το χατήρι σου μες στη φωτιά θα πέσω
κι ας χάσω πια και τη ζωή κι αυτό μου το ᾽να μάτι
που άλλο δεν έχω τίποτα γλυκύτερο στον κόσμο.