Της αποκρίθηκε μιλώντας ο ξανθός Μενέλαος:
«Το ίδιο σκέφτομαι τώρα κι εγώ, γυναίκα, καθώς εσύ τον εξομοίωσες·
τέτοια τα πόδια εκείνου, τέτοια τα χέρια,
150τέτοιο το βλέμμα των ματιών, η κεφαλή, η πλούσια κόμη.
Κι όταν πριν από λίγο εγώ μιλώντας τον Οδυσσέα μνημόνευσα,
τα πάθη που έπαθε και μόχθησε για τη δική μου χάρη εκείνος, ο νέος εδώ
στο δάκρυ πνίγηκε και σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα
τα μάτια του να κρύψει.»
Τον λόγο τώρα ανέλαβε μιλώντας ο γιος του Νέστορα Πεισίστρατος:
«Ατρείδη, ευγενικέ Μενέλαε, προστάτη του λαού,
αληθινά, κι όπως το λες, αυτός εκείνου είναι ο γιος·
αλλά τον συγκρατεί η πολλή του σύνεση, αισθάνεται ντροπή,
σ᾽ αυτή την πρώτη επίσκεψή του να αποδειχτεί αυθάδης,
απέναντι σ᾽ εσένα μάλιστα, που η θεία φωνή σου μας προσφέρει
160τόση τέρψη.
Εμένα ομολογώ πως μ᾽ έστειλε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ,
να γίνω σύντροφος στον δρόμο του· επιθυμούσε τόσο να σε δει,
αν ήθελες να τον συμβούλευες με κάποιον λόγο σου ή πράξη.
Γιατί το ξέρεις, πολλά τα βάσανα ενός γιου στο σπίτι που λείπει
ο πατέρας του μακριά, κι άλλοι δεν βρίσκονται να του παρασταθούν.
Όπως συμβαίνει τώρα στον Τηλέμαχο, που εκείνος χάθηκε στα ξένα,
και δεν υπάρχουν στη χώρα οι άλλοι που θα μπορούσαν
ν᾽ αποτρέψουν το κακό.»
Ανταποκρίθηκε μιλώντας ο ξανθός Μενέλαος:
«Ω θεέ μου, δες! ποιου ακριβού φίλου πολύτιμου έφτασε ο γιος
στο σπίτι μου· εκείνου που για χάρη μου πάνω του σήκωσε
170πολλά βάσανα του πολέμου.
Κι έλεγα, να ᾽ρθει, και θα του δείξω τη μεγάλη αγάπη μου,
ξεχωριστή απ᾽ όλους τους Αργείους· μόνο να χάριζε τον νόστο μας
ο ολύμπιος Ζευς, θεός πανόπτης, και πίσω οι δυο μας να γυρίζαμε
με γρήγορα καράβια· τότε λογάριαζα πως θα του έδινα να κατοικήσει
εδώ στο Άργος πόλη και παλάτι· πως θα τον έφερνα από την Ιθάκη,
μ᾽ όλα τα πλούτη του, τον γιο του, τον λαό του· αδειάζοντας
μια πολιτεία κοντινή, όσες είναι τριγύρω μας
κι ανήκουν στο βασίλειό μου.
Κι έτσι κοντά ένας στον άλλο, συχνά θα σμίγαμε· τίποτε πια δεν θα μπορούσε
τους δυο να μας χωρίσει στην αμοιβαία αγάπη μας, στη δίδυμη χαρά μας,
180ώσπου να πέσει μαύρο το νέφος του θανάτου, και να μας σκεπάσει.
Αλλά όλα αυτά κάποιος θεός φαίνεται πως τα φθόνησε,
που στέρησε μόνο σ᾽ αυτόν τον νόστο.»
Με τέτοια λόγια σήκωσε σ᾽ όλους τον πόθο για κλάμα γοερό:
θρηνούσε η αργεία Ελένη, θυγατέρα του Διός,
θρηνούσε κι ο Τηλέμαχος, θρηνούσε κι ο Μενέλαος του Ατρέα,
αδάκρυτα δεν έμειναν τα μάτια μήτε του γιου του Νέστορα,
καθώς θυμήθηκε τον αδελφό του Αντίλοχο, το άψογο παλληκάρι,
που τον εσκότωσε λαμπρός ο γιος της φαεινής Ηώς.
Μ᾽ εκείνου την ενθύμηση πήρε τον λόγο, κι όπως μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
190«Γιε του Ατρέα, δεν είναι άλλος φρονιμότερος στον κόσμον από σένα·
το ᾽λεγε ο γερο-Νέστορας συχνά, όταν ο λόγος το ᾽φερνε
μες στο παλάτι, και εμείς ρωτούσαμε για σένα.
Ωστόσο τώρα, αν επιτρέπεται, άκου τη γνώμη μου· ομολογώ
πως δεν το βρίσκω διόλου ευχάριστο να παραδίνομαι στο κλάμα
απόδειπνα — θα ξημερώσει κι αύριο πρωί η Αυγή.
Δεν λέω βέβαια πως θα ᾽πρεπε να ντρέπεται όποιος οδύρεται
γιατί του πέθανε δικός του άνθρωπος, ακολουθώντας
το θνητό του ριζικό.
Όλοι το ξέρουν πως είναι αυτή η στερνή τιμή των δύστυχων νεκρών·
οι ζωντανοί να κόβουν τα μαλλιά τους, να μη λυπούνται τα αναφιλητά τους.
Μου πέθανε κι εμένα αδελφός· δεν ήταν άσημος καθόλου
200στους Αργείους — εσύ πρέπει να το γνωρίζεις. Εγώ δεν τον αντάμωσα,
ποτέ μου δεν τον είδα· όμως οι άλλοι ομολογούν πόσο
ο Αντίλοχος ξεχώριζε, πιο γρήγορος στο τρέξιμο και πάντοτε
στη μάχη αντρείος.»
Τον λόγο πήρε κι αποκρίθηκε στον νέο ο ξανθός Μενέλαος:
«Είπες, καλέ μου φίλε, όσα που θα ᾽λεγε και θα ᾽κανε
φρόνιμος άντρας, μεγαλύτερός σου — τέτοιου πατέρα
είσαι ο γιος, γι᾽ αυτό και τόσο γνωστικά μιλάς.
Αναγνωρίζεται εύκολα το γονικό κλωνάρι εκείνου που
ευλόγησε ο Κρονίδης με μοίρα ευτυχισμένη, στον γάμο και στη γέννησή του.
Όπως τον Νέστορα, που τον εμοίρανε να ζήσει ατέλειωτες τις μέρες του,
210πλούσιος να γεράσει ο ίδιος στο παλάτι,
αλλά κι οι γιοι του να ᾽ναι συνετοί κι άριστοι στο κοντάρι.
Ωστόσο τώρα ας κόψουμε τον θρήνο μας, που πριν μας συνεπήρε,
ας θυμηθούμε πάλι πως δειπνούμε, κι ας έλθουν κάποιοι
να ρίξουν στα χέρια μας νερό. Κι όσα έχουμε να πούμε,
αύριο, μόλις ξημερώσει, τα λέμε μεταξύ μας
ο Τηλέμαχος κι εγώ.»
|