Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1146-1210)


ΚΛ. ἄκουε δή νυν· ἀνακαλύψομεν γὰρ λόγους,
κοὐκέτι παρῳδοῖς χρησόμεσθ᾽ αἰνίγμασιν.
πρῶτον μέν, ἵνα σοι πρῶτα τοῦτ᾽ ὀνειδίσω,
ἔγημας ἄκουσάν με κἄλαβες βίᾳ,
1150τὸν πρόσθεν ἄνδρα Τάνταλον κατακτανών·
βρέφος τε τοὐμὸν σῷ προσούδισας πάλῳ,
μαστῶν βιαίως τῶν ἐμῶν ἀποσπάσας.
καὶ τὼ Διός σε παῖδ᾽, ἐμώ τε συγγόνω,
ἵπποισι μαρμαίροντ᾽ ἐπεστρατευσάτην·
1155πατὴρ δὲ πρέσβυς Τυνδάρεώς σ᾽ ἐρρύσατο
ἱκέτην γενόμενον, τἀμὰ δ᾽ ἔσχες αὖ λέχη.
οὗ σοι καταλλαχθεῖσα περὶ σὲ καὶ δόμους
συμμαρτυρήσεις ὡς ἄμεμπτος ἦ γυνή,
ἐς τ᾽ Ἀφροδίτην σωφρονοῦσα καὶ τὸ σὸν
1160μέλαθρον αὔξουσ᾽, ὥστε σ᾽ εἰσιόντα τε
χαίρειν θύραζέ τ᾽ ἐξιόντ᾽ εὐδαιμονεῖν.
σπάνιον δὲ θήρευμ᾽ ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν
δάμαρτα· φλαύραν δ᾽ οὐ σπάνις γυναῖκ᾽ ἔχειν.
τίκτω δ᾽ ἐπὶ τρισὶ παρθένοισι παῖδά σοι
1165τόνδ᾽, ὧν μιᾶς σὺ τλημόνως μ᾽ ἀποστερεῖς.
κἄν τίς σ᾽ ἔρηται τίνος ἕκατί νιν κτενεῖς,
λέξον, τί φήσεις; ἢ ᾽μὲ χρὴ λέγειν τὰ σά;
Ἑλένην Μενέλεως ἵνα λάβῃ. καλόν †γένος†,
κακῆς γυναικὸς μισθὸν ἀποτεῖσαι τέκνα.
1170τἄχθιστα τοῖσι φιλτάτοις ὠνούμεθα.
ἄγ᾽, εἰ στρατεύσῃ καταλιπών μ᾽ ἐν δώμασιν,
κἀκεῖ γενήσῃ διὰ μακρᾶς ἀπουσίας,
τίν᾽ ἐν δόμοις με καρδίαν ἕξειν δοκεῖς;
ὅταν θρόνους τῆσδ᾽ εἰσίδω πάντας κενούς,
1175κενοὺς δὲ παρθενῶνας, ἐπὶ δὲ δακρύοις
μόνη κάθωμαι, τήνδε θρηνῳδοῦσ᾽ ἀεί·
Ἀπώλεσέν σ᾽, ὦ τέκνον, ὁ φυτεύσας πατήρ,
αὐτὸς κτανών, οὐκ ἄλλος οὐδ᾽ ἄλλῃ χερί,
τοιόνδε ‹νόστον› καταλιπὼν πρὸς τοὺς δόμους.
1180ἐπεὶ βραχείας προφάσεως ἔδει μόνον,
ἐφ᾽ ᾗ σ᾽ ἐγὼ καὶ παῖδες αἱ λελειμμέναι
δεξόμεθα δέξιν ἥν σε δέξασθαι χρεών.
μὴ δῆτα πρὸς θεῶν μήτ᾽ ἀναγκάσῃς ἐμὲ
κακὴν γενέσθαι περὶ σέ, μήτ᾽ αὐτὸς γένῃ.
εἶἑν·
1185θύσεις †δὲ παῖδ᾽· ἔνθα† τίνας εὐχὰς ἐρεῖς;
τί σοι κατεύξει τἀγαθόν, σφάζων τέκνον;
νόστον πονηρόν, οἴκοθέν γ᾽ αἰσχρῶς ἰών;
ἀλλ᾽ ἐμὲ δίκαιον ἀγαθὸν εὔχεσθαί τί σοι;
οὔ τἄρ᾽ ἀσυνέτους τοὺς θεοὺς ἡγοίμεθ᾽ ἄν,
1190εἰ τοῖσιν αὐθένταισιν εὖ φρονήσομεν;
ἥκων δ᾽ ἐς Ἄργος προσπεσεῖ τέκνοισι σοῖς;
ἀλλ᾽ οὐ θέμις σοι. τίς δὲ καὶ προσβλέψεται
παίδων σ᾽, ἵν᾽ αὐτῶν προσέμενος κτάνῃς τινά;
ταῦτ᾽ ἦλθες ἤδη διὰ λόγων, ἢ σκῆπτρά σοι
1195μόνον διαφέρειν καὶ στρατηλατεῖν μέλει;
ὃν χρῆν δίκαιον λόγον ἐν Ἀργείοις λέγειν·
Βούλεσθ᾽, Ἀχαιοί, πλεῖν Φρυγῶν ἐπὶ χθόνα;
κλῆρον τίθεσθε παῖδ᾽ ὅτου θανεῖν χρεών.
ἐν ἴσῳ γὰρ ἦν τόδ᾽, ἀλλὰ μὴ σὲ ἐξαίρετον
1200σφάγιον παρασχεῖν Δαναΐδαισι παῖδα σήν,
ἢ Μενέλεων πρὸ μητρὸς Ἑρμιόνην κτανεῖν,
οὗπερ τὸ πρᾶγμ᾽ ἦν. νῦν δ᾽ ἐγὼ μὲν ἡ τὸ σὸν
σῴζουσα λέκτρον παιδὸς ἐστερήσομαι,
ἡ δ᾽ ἐξαμαρτοῦσ᾽, ὑπόροφον νεάνιδα
1205Σπάρτῃ κομίζουσ᾽, εὐτυχὴς γενήσεται.
τούτων ἄμειψαί μ᾽ εἴ τι μὴ καλῶς λέγω·
εἰ δ᾽ εὖ λέλεκται, †νῶι μὴ δή γε κτάνῃς†
τὴν σήν τε κἀμὴν παῖδα, καὶ σώφρων ἔσῃ.
ΧΟ. πιθοῦ. τὸ γάρ τοι τέκνα συνσῴζειν καλόν,
1210Ἀγάμεμνον· οὐδεὶς πρὸς τάδ᾽ ἀντερεῖ βροτῶν.


ΚΛΥ. Ώστε άκου· ορθά κοφτά θα σου μιλήσω
κι όχι με υπαινιγμών λοξοδρομίες.
Πρώτα —ναι, αυτό θα σου χτυπήσω πρώτα—
1150του Τάνταλου φονιάς, του πρώτου μου άντρα,
με το στανιό γυναίκα σου με πήρες·
και το μωρό μου, αφού μέσ᾽ απ᾽ τον κόρφο
μού τ᾽ άρπαξες, το πέταξες με τ᾽ άλλα
λάφυρα που σου πέσανε στον κλήρο.
Τα δυο μου αδέρφια, οι γιοι του Δία, ριχτήκαν
απάνω σου, λαμπροί στα κάτασπρα άτια·
μα στον Τυνδάρεο πρόσπεσες ικέτης,
σ᾽ έσωσε αυτός, ο γέρος μου πατέρας,
και στο κρεβάτι μου έτσι ξαναμπήκες.
Φιλιώθηκα μαζί σου, κι από τότε
δε θ᾽ αρνηθείς πως αψεγάδιαστη ήμουν
1160για σε και για το σπίτι σου γυναίκα·
στα ερωτικά ηθική, καλή οικονόμα,
έτσι, που, κι όταν μπαίνεις, χαρά να ᾽χεις,
κι έξω σα βγαίνεις, να είσαι ευτυχισμένος.
Τέτοια γυναίκα σπάνιο ένας άντρας
να την πετύχει· οι πρόστυχες, σωρός.
Σου ᾽καμα αυτό τ᾽ αγόρι και τρεις κόρες,
που εσύ τη μια σκληρά μου την αρπάζεις.
Κι αν κάποιος σε ρωτήσει για ποιό λόγο
θα τη σκοτώσεις, πες, τί θ᾽ απαντήσεις;
Να λάβω εγώ το λόγο αντίς για σένα;
«Για να πάρει ο Μενέλαος την Ελένη.»
Τί ωραίο! Παιδί δικό μας να πλερώσει
για εξαγορά μιας άπιστης γυναίκας!
Ό,τι μισούμε πιότερο ζητούμε
1170ν᾽ αγοράσουμε μ᾽ ό,τι πιο ακριβό μας.
Γιά πες· αν, σπίτι αφήνοντάς με, φύγεις
στον πόλεμο και λείψεις για καιρό,
στο σπίτι εγώ σαν τί καρδιά λες θα ᾽χω;
άδεια της κόρης σα θα δω τη θέση,
και το δωμάτιο άδειο, και μονάχη
θα μένω, μες στα δάκρυα, να την κλαίω;
«Σε σκότωσε ο πατέρας σου, παιδί μου·
όχι άλλος, όχι με άλλου χέρι· ο ίδιος!
Γνοιάστηκε με ποιά… αγάπη εμείς στο σπίτι
1180πρέπει να τον προσμένουμε!» Τί λείπει,
για να σου κάμω εγώ κι οι δυο άλλες κόρες
το δέξιμο που αλήθεια σου ταιριάζει;
Για τ᾽ όνομα των θεών, μη μ᾽ αναγκάσεις
κακιά για σε να γίνω, και μη γίνεις
κακός κι εσύ. — Μα ας είναι· θα θυσιάσεις
την κόρη, ας πούμε· πάνω στη θυσία
τί ευχή θα πεις; το σπλάχνο σου αφού σφάζεις,
τί θα ευχηθείς γι᾽ αυτό αγαθό να λάβεις;
Αισχρά ως μισεύεις, άθλια να γυρίσεις;
Κι εγώ είναι δίκιο να ευχηθώ για σένα;
Τους θεούς θα πει πως τους θεωρούμε ανόητους,
1190αν των φονιάδων το καλό ζητούμε.
Και σα γυρίσεις στο Άργος, τα παιδιά σου
θα τ᾽ αγκαλιάσεις; Δε βολεί για σένα.
Και ποιό θα σε κοιτάξει, για να σύρεις
κοντά σου έν᾽ απ᾽ αυτά και να το σφάξεις;
Τα σκέφτηκες αυτά ή η μόνη σου έγνοια
είναι στρατάρχης να είσαι και με σκήπτρο
να τριγυρνάς; Εσύ ένα δίκιο λόγο
έπρεπε στους Αργείους να πεις: «Ποθείτε,
Αχαιοί, ταξίδι στων Φρυγών τη χώρα;
Με κλήρο ορίστε τίνος παιδί πρέπει
να σκοτωθεί.» Μια ισότητα αυτό θα ᾽ταν,
κι όχι έτσι εσύ, ξεχωριστά, να δώσεις
1200την κόρη σου για σφάγιο στους Αργείους·
ή θα ᾽πρεπε ο Μενέλαος, που δικό του
το ζήτημα είναι, τη δικιά του Ερμιόνη
να πρόσφερνε: την κόρη για τη μάνα.
Τί γίνεται όμως; Χάνω το παιδί μου,
εγώ η πιστή στον άντρα μου, κι η φταίχτρα
θα ᾽χει την ευτυχία της: θ᾽ ανατρέφουν
την κόρη της στη Σπάρτη, για χαρά της.
Καλά αν δε λέω, αντίκρουσέ με· αν όμως
σωστά μιλώ, την κόρη, τη δικιά μας,
μην τη σκοτώσεις· φρόνηση αυτό θα ᾽ναι.
ΚΟΡ. Αγαμέμνονα, πείσου, κι είναι ωραίο
στων παιδιών να βοηθάς τη σωτηρία·
1210αντίρρηση σ᾽ αυτό κανείς δε θα ᾽χει.