Κι εκείνος χούγιαξε κι έτσι περηφανεύθη·
«Νά ένα ξεπεταρούδι τούτο του Ευρυσθέα
έπεσε, το πατρικό πληρώνοντας μίσος».
Και στ᾽ άλλο παιδί του έστρεψε τα τόξα, που είχε
στον βωμό κάτου μαζευτεί για να ξεφύγει.
Και προλαβαίνοντας το μαύρο να προσπέσει
στου πατέρα του τα γόνατα και ν᾽ απλώσει
το χέρι του στα γένια του και στον λαιμό του,
«αγαπητέ πατέρα, λέει, μη με σκοτώσεις·
είμαι δικό σου τέκνο κι όχι του Ευρυσθέα».
990Μα εκείνος στρέφοντας Γοργόνας άγριο μάτι,
μόλις στα τόξα το παιδί εστάθη εκθεμένο,
σαν της βαριάς το κτύπημα του κατεβάζει
μέσα στο ολόξανθο κεφάλι του ένα βέλος
και του σπάει τα κόκαλα. Και πιάνοντας τ᾽ άλλο
πάει να το σφάξει τρίτο θύμα πάνω στ᾽ άλλα.
Αλλά προφτάν᾽ η πικρή μάνα του από μέσα
κι αρπάζοντάς το γρήγορα κλείνει την πόρτα.
Κι αυτός, σα να ᾽χε τα Κυκλώπεια τείχη εμπρός του,
σκάβει και βιάζει με λοστούς τις πύλες, ώσπου,
1000τις παραστάδες ξεριζώνοντας, γυναίκα
και τέκνο αντάμα στρώνει κάτου μ᾽ ένα βέλος.
Κι ύστερα για τον σκοτωμό του γέρου τρέχει,
μα, καθώς φάνηκε, ήρθε η εικόνα της Παλλάδας
το δόρυ σειώντας και την περικεφαλαία
κι έριξε πέτρα στου Ηρακλή το στήθος πάνω,
που τον συγκράτησε απ᾽ του σκοτωμού την τρέλα
και σ᾽ ύπνο τονε βύθισε· και πέφτει κάτου
στο πάτωμα, την πλάτη του πα στην κολόνα
χτυπώντας, που ᾽ταν απ᾽ το σείσιμο της στέγης
πα στα θεμέλια διπλοράγιστη. Και τότε
1010το πόδι λευθερώνοντας απ᾽ τη φευγάλα,
μεις με τον γέροντα τον δέσαμε με βρόχια
απ᾽ την κολόνα, που όταν ο ύπνος του τελειώσει
κακό κανένα να μην κάνει κοντά στ᾽ άλλα.
Τώρα κοιμάται δύστυχον ο μαύρος ύπνο,
φονιάς των τέκνων του και της γυναίκας. Άλλον
λοιπόν εγώ άνθρωπο πλέον άθλιο δεν ηξεύρω.
|